Αυτή παρουσίαση δημιουργήθηκε από την εκπαιδευτικό Καλογεράκη Άρτεμη και περιέχει πίνακες ζωγραφικής, που απεικονίζουν τις σηματικότερες στιγμές από τη ζωή και τα Θεία Πάθη του Θεανθρώπου .
1. ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ
Τα Θεία Πάθη του
Χριστού συγκίνησαν
πολλούς καλλιτέχνες
σε όλα τα μήκη και
τα πλάτη της γης σε
όποια εποχή κι αν
έζησαν .
Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα:
“Η Βάπτιση του Χριστού”
4. ο γάμος στην Κανά
Έτσι είχαν γίνει όλα τακτικά και στο γάμο της Κανά,
όταν, έξαφνα, στο φαγί απάνω έλειψε το κρασί.
Η Μαρία το έμαθε και, κατασυγχισμένη, πήγε στο
γιο της ζητώντας βοήθεια.
-Δεν έχουν κρασί, του είπε.
Ο Ιησούς εννόησε τι του ζήτησε, αλλά δε θέλησε
εκείνη την ώρα να το κάνει. Της αποκρίθηκε:
-Τι θέλεις από μένα, μητέρα; Δεν ήλθε ακόμα η
ώρα μου.
Η Μαρία όμως δε στενοχωρέθηκε με τα λόγια αυτά
του γιου της. Το ήξερε πως εκείνο που του ζητούσε
θα το έκαμνε, και η καρδιά της ήταν όλο πίστη σ’
εκείνον.
Και είπε στους υπηρέτες:
-Ό,τι και αν σας πει κάνετέ το.
Ήταν εκεί έξι μεγάλα πιθάρια πέτρινα, με νερό που
χρησίμευε στο πλύσιμο των Εβραίων, πριν και μετά
το φαγητό.
Ο Ιησούς είπε στους υπηρέτες:
-Γεμίσετε τα δοχεία με νερό.
Και τα γέμισαν οι υπηρέτες ως απάνω.
Και τους λέγει ο Ιησούς:
-Αντλήσετε τώρα και φέρετέ το στον αρχιτρίκλινο.
Στον αρχιτρίκλινο πήγαν οι υπηρέτες το νερό που
έβγαλαν από τα πιθάρια και που είχε γίνει κρασί,
και, καθώς το γεύθηκε αυτός, φώναξε το γαμπρό
και του είπε:
-Όλος ο κόσμος δίνει πρώτα το καλό κρασί, και
όταν μεθύσουν, τότε βγάζει το χειρότερο. Εσύ
εκράτησες το καλό κρασί ως τώρα.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»
Βερονέζε: “Ο
γάμος εν Κανά”
6. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο
βαλέτω
Σ’ αυτήν όμως την περίσταση,
δεν ήταν η αμφιβολία που τους
έφερνε, παρά μόνο η πονηριά,
και η δόλια ελπίδα πως ο
πονόψυχος Ιησούς δε θα ήθελε
να καταδικάσει τη γυναίκα, και
έτσι θα τον έπιαναν ως αιρετικό
που δε σέβεται το νόμο του
Μωυσή.
Μα ο Ιησούς δεν αποκρίθηκε,
ούτε την κοίταξε. Σκυμμένος,
έγραφε κάτι με το δάχτυλο στο
χώμα.
Οι Φαρισαίοι τον κοίταζαν και
ανυπομονούσαν και πάλι,
επιμένοντες, τον ξαναρώτησαν.
Τότε, σήκωσε ο Ιησούς το
κεφάλι και τους αποκρίθηκε:
-Ο αναμάρτητος από σας ας της
ρίξει πρώτος την πέτρα.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ
«Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»
Τιντορέτο (1518-1594): “Ο
Χριστός και η μοιχαλίδα”
7. Στο σπίτι του Σίμωνα
Το γεύμα που πρόσφερε στον Ιησού ο Σίμωνας, κατά τη διάρκεια του
οποίου η Μαγδαληνή, μετανοούσα, έβρεξε με τα δάκρυά της τα πόδια
του Χριστού, τα στέγνωσε κατόπιν με τα μαλλιά της και τα άλειψε με
Μπερνάρντο Στρότσι: “Γεύμα στο σπίτι του Σίμωνα”
8. Η μεταμόρφωση του Ιησού
Οι μαθητές κουρασμένοι, με βαριά
από τον ύπνο μάτια, κοίταζαν τον
Ιησού όρθιο στο φως των άστρων,
παραδομένο στην έκσταση της
προσευχής.
Και, έξαφνα, μπροστά τους
μεταμορφώθηκε. Τα ρούχα Του
έγιναν φωτεινά και αστραφτερά
σαν το χιόνι, άσπρα, όσο λευκαντής
στη γη δεν μπορεί να λευκάνει, και
το πρόσωπό Του, φωτισμένο από
φως θεϊκό, έλαμπε σαν τον ήλιο.
Κοντά Του, δυο άντρες όρθιοι
μιλούσαν μαζί Του, και του έλεγαν
για το θάνατό Του που θα
γίνουνταν στην Ιερουσαλήμ. Ήταν
οι άντρες αυτοί οι Ηλίας και ο
Μωυσής.
Με το όραμα αυτό ξύπνησαν
ολότελα οι μαθητές, και
κατατρομαγμένοι κοίταζαν τους
τρεις άντρες.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ «Η ΖΩΗ ΤΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΥ»
Ραφαήλ: “Η Μεταμόρφωση του
Ιησού”
12. Λεονάρντο ντα Βίντσι: “Μυστικός Δείπνος”
(Τρίτος εκ δεξιών του Χριστού είναι ο Ιούδας) Για να δώσει ο Λεονάρντο το
γεγονός του δείπνου, διάλεξε το επεισόδιο που θα μπορούσαμε να τ’
ονομάσουμε επεισόδιο της κατηγορίας και για τον ίδιο ειδικά: “Αυτός που
βάζει το χέρι του στο πιάτο…”. Ο Ιησούς και ο Ιούδας, κατάλαβαν ο ένας
τον άλλον και συνεννοήθηκαν μεταξύ τους εκείνη τη στιγμή. Οι απόστολοι
βρίσκονταν ακόμη κάτω από την τρομαχτική επίδραση της κατηγορίας κι
είναι τόσο αναστατωμένοι απ’ αυτή την αποκάλυψη. Η εμπιστοσύνη που
μέσα της ζούσε η αποστολική κοινότητα κομματιάστηκε μονομιάς. Αν δε
συνήλθαν ακόμη απ’ αυτή τη συγκίνηση, δε θ’ άκουσαν ίσως, την
απάντηση που θα δώσει ο Χριστός στην ανήσυχη ερώτησή τους: “Ποιος
είναι;…” Για την ώρα θα ‘λεγε κανείς ότι ο καθένας τους δεν σκέφτεται
παρά τον εαυτό του. Μήπως είμαι εγώ; Ως ποιο σημείο μπορούμε να
14. Τα γεγονότα στο Όρος των
Ελαιών συνέβησαν την Μ.
Πέμπτη.
Η ευαγγελική σκηνή
απεικονίζει τον Χριστό να
προσεύχεται στον κήπο
της Γεθσημανή λίγο πριν
φτάσουν οι στρατιώτες,
οδηγούμενοι από τον
προδότη Ιούδα, και τον
συλλάβουν. Οι τρεις
μαθητές που τον έχουν
ακολουθήσει, ο Πέτρος, ο
Ιωάννης και ο Ιάκωβος,
κοιμούνται βαθιά,
ξαπλωμένοι στο έδαφος,
αφήνοντας τον Ιησού
μόνο την οδυνηρή στιγμή
που εγκαταλείπεται στη
θέληση του Θεού.
32. Κώστας Βάρναλης – Ανάσταση
Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σιούνε.
Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε.
Ανάστασ’ είναι σήμερα. Παιδιά, γυναίκες, γέροι
κόκκινο αυγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι.
Όσ’ άστρα ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα.
Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.
Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι.
Ειρήνη! Ειρήνη! Φιληθήτε οχτροί μαζί και φίλοι.
Κ.Παρθένης-
Ανάσταση
33. Δ. Σολωμός: «Η ημέρα της Λαμπρής»
«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστήτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!
Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».
34.
Α. Σικελιανός, «Ανάσταση»
«Τα χελιδόνια του θανάτου Σου
μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια, Ελλάδα, κι από τον τάφο
Σου γιγάντια γέννα…
Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η
κουστωδία τριγύρω Σου…
Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο
Εικοσιένα».
35. ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ –ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΗΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ ΗΣΟΥΝ ΓΛΥΚΟΣ
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού,
του κήπου όλες τις βιόλες.
Το πόδι ελαφροπάτητο
σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε το κατώφλι μας
κι έλαμπε σαν χρυσάφι.
Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα
κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα,
το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ,
πού θα σταθώ, πού θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί
σε χιονισμένο κάμπο;
Πώς θα γυρίσω μοναχή
στο ερμαδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή
και το στρατί μού κρύβει.
Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές
και δεν μπορεί να γίνει
να καίγουνται τα χείλια μου
και νάμαι μπρος στην κρήνη.
ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ
Βασίλεψες αστέρι μου,
βασίλεψε η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο,
το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά,
στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά
ουδέ σε παρατάει.
Την άχνα απ’ την ανάσα σου
νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως
στο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει τα
μια φωτεινή παλάμη.
Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μου
στο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα,
το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό λεβέντη μου
μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Σημαίες τώρα σε ντύσανε,
παιδί μου εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου
και παίρνω τη φωνή σου.
ΓΙΕ ΜΟΥ ΣΠΛΑΧΝΟ ΤΩΝ
ΣΠΛΑΧΝΩΝ
Γιε μου, σπλάχνο των
σπλάχνων μου
καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχιάς αυλής
ανθέ της ερημιάς μου.
Πού πέταξε τ’ αγόρι μου
πού πήγε, πού μ’ αφήνει.
Χωρίς πουλάκι το κλουβί
χωρίς νερό η κρήνη.
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου
και δεν θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις δε γρικάς
τα που πικρά σου λέω.