2. 2
1. Να γράψετε μια σελίδα ημερολογίου ως βοσκός (για αγόρι) ή ως
Μοσχούλα (για κορίτσι), στην οποία θυμάστε μνήμες από το
καλοκαίρι του 187…
Ως βοσκός (1)
Η ζωή στην Αθήνα είναι πολύ δύσκολη για έναν βοσκόσαν εμένα,
που έχω συνηθίσει στην ορεινήκαι ήρεμη περιοχή της Σκιάθου. Μου
λείπει η πατρίδα μου.Μου λείπει η Μοσχούλα. Όταντελειώνωαπό τη
δουλειά γυρνάω στο φτωχικό μου να ξαποστάσω, μα η σκέψη μου
είναι σε εκείνη. Η μοναξιά με οδηγεί στο σκοτεινό μονοπάτι της
μνήμη μου, το καλοκαίρι του 187…
Πριν σου περιγράψω τις υπέροχες μνήμες από το καλοκαίρι που
σημάδεψε τη ζωή μου, θέλω να μιλήσω για τη ζωή μου εδώ στην
Αθήνα. Μπορεί να μην είμαι σπουδαίος, να μην έχω κάνει μεγάλη
προκοπή, και να συνεχίζω να εργάζομαι ως βοηθός ενός επιφανούς
δικηγόρου που μισώ, αλλά καταλαβαίνω πως το χρήμα και η δόξα
δηλητηριάζει τις ψυχές των ανθρώπων, με συνέπεια οι φιλίες αλλά και
οι έρωτες να χάνουν τη μαγεία και τη λάμψη τους.
Η ζωή πίσω στη Σκιάθο ήταν απλή, φυσική, με την καθημερινή
ρουτίνα να γίνεται η ελευθερία μου. Μπορεί ως βοσκός να ήμουν
απομακρυσμένος και μοναχικός για τους άλλους ανθρώπους, είχα
όμως εξαιρετική σχέση με τα ζώα μου και τη φύση. Τότε γνώρισα τον
πρώτομου αγνό έρωτα, την Μοσχούλα. Η κορασιά του κυρ-Μόσχου
έμελλε αν μου αλλάξει τη ζωή. Έγινε εντονότερη η δειλία, στοιχείο
του χαρακτήρα μου. Κανείς δεν μου είχε κάνει μαθήματα
κοσμιότητας.Ήταν όμως τόσο αγνή, τόσο διαφορετική κοπέλα. Δεν
θυμάμαι πια πολλά. Πάνε χρόνια απότότε. Ελπίζω κάπου, κάποτε να
την ανταμώσω σαν πρώτα…
Ως βοσκός (2)
Αγαπητό ημερολόγιο
Πέρασε καιρός απότότεπου έφυγααπό το αγαπημένο μου χωριό
και εγκαταστάθηκα μόνιμα εδώ. Κοιτάζοντας την άχαρη πόλη
αναπολώ στιγμές από το κείνο το καλοκαίρι του… Θυμήθηκα την
αγαπημένη μου Μοσχούλα. Πού να βρίσκεται άραγε; Σαν τώρα
θυμάμαι που την κρατούσα στην αγκαλιά μου και το φεγγάρι έφεγγε
3. 3
το κάτασπρο κορμί της. Πόσο θα ήθελα να γυρίσω κοντά της… μα
αυτό είναι πια αδύνατον! Η ζωή εδώ είναι θλιβερή… Η δουλειά στο
γραφείο με πνίγει καθημερινά. Τι τα ’θελα τα γράμματα; Καλύτερα
βοσκός παρά «έγκλειστος» στο γραφείο του μίζερου δικηγόρου.
Ως Μοσχούλα (1)
Αγαπητό ημερολόγιο
Πέρασαν τόσα χρόνιααπό τότε που είδα για τελευταία φορά τον
αγαπημένο μου βοσκό. Σαν τώρα θυμάμαι που καθόμουν στο
παραθύρι και τον άκουγα να φωνάζει δυνατά τη Μοσχούλα. Κάθε
φορά που άκουγατη φωνή μου,έτρεχα αμέσως στο παράθυρο για να
τον αντικρίσω. Μια μέρα λοιπόν πήρα το θάρρος να του μιλήσω από
κοντά. Και έτσι γνωριστήκαμε… Μόνο αυτά δυστυχώς μπορώ να
θυμηθώ μετά το μοιραίογεγονός τουπνιγμούμου.Μετά από αυτό δεν
τον έχω ξαναδεί, αλλά παραμένει, μυστικά, αγαπημένη φυσιογνωμία
στο μυαλό μου.
Ως Μοσχούλα (2, στηρίχτηκε στο διαφορετικό τέλος Β)
Αγαπητό μου ημερολόγιο
Τον θυμάμαι τόσο έντονα. Ήταν πολύ όμορφος…. Ήμασταν
ακόμη παιδιά. Κάθε απόγευμα κατέβαινα στην πλατεία μόνο για να
τον δω. Το είχα λατρέψει εκείνο το καλοκαίρι. Τι δεν θα έδινα να το
ζήσω ξανά… Δεν τον ξέχασα ποτέ. Ακόμη θυμάμαι τη λάμψη των
ματιών τουκάθε φορά πουμε κοίταζε. Τηνόψη του, τα μάτια του, τον
τρόποπουμε κοιτούσε,πουμε κρατούσε και με φιλούσε τόσο γλυκά.
Και τώρα;Έχουμε χαθεί. Δεν μιλάμε πια. Πόσο άδικο.Ίσως απόκαμιά
φορά να ανταλλάξουμεένα γεια, έτσι απλά και μόνο για τα μάτια του
κόσμου.Και μετά; Μετά τίποτε! Ο καθένας αλλού. Αυτό ήταν. Όλα
εκείνα τα αισθήματα έγινα ένα απλό ασήμαντο γεια… Και όμως
σημαίνει τόσα πολλά για μένα. Ονειρεύομαι καμιά φορά πόσο ωραίο
θα ήταν πίσω από αυτό το γεια να ήθελε να γυρίσει πίσω, να
ξαναείμαστε μαζί. Θα τα ξεχνούσα όλα. Δεν θα με ένοιαζε ό,τι έγινε
τότε. Πραγματικά.Το ορκίζομαι!Θα τα άφηνα όλα πίσω μόνο για να
είμαστε μαζί. Αλλά όλα αυτά είναι απλές σκέψεις που δεν μπορώ να
του τις πω. Φοβάμαι την αντίδρασή του.Καλύτερα όχι, δεν πρέπει να
πως τίποτε. Ίσως να μην τον ενδιαφέρει πια…
4. 4
2. Να δώσετε ένα διαφορετικό τέλος στο διήγημα.
Α.
Ο βοσκός, όταν είδε τη Μοσχούλα να εξαφανίζεται μέσα στη
θάλασσα, έτρεξε και έπεσε στο νερό. Μετά από λίγα λεπτά, που του
φάνηκαν αιώνες, εντόπισε την κοπέλα στο βυθό της θάλασσας και
προσπάθησε να την πιάσει… να τη βγάλει έξω στη στεριά. Όταν
έφτασε στην αμμουδιά, την άφησε κάτω στην άμμο. Τότε κατάλαβε
ότι δεν αναπνέει.Προσπάθησε να της δώσει τις πρώτεςβοήθειες, αλλά
πλέον ήταν αργά… η κοπέλαείχε πνιγεί. Κι αυτός άρχισε να κλαίει...
Αλλά ξαφνικά άκουσε το βέλασμα της μικρής του κατσίκας.
Άρχισε τότε να τρέχει προςτο μέρος της… όσο πλησίαζε έλεγε «Δεν
μπορώ να χάσω και αυτή την Μοσχούλα μου, δεν θα το αντέξω!!!».
Έφτασε κοντάτης και πιάστηκε να λύνει γρήγορα το σκοινί γύρω από
το λαιμό της. Διαπίστωσε ότι είχε μόνο μια μικρή πληγή. Ευτυχώς
αυτή τη φορά είχε φτάσει την κατάλληλη στιγμή. Τότε παίρνει
αγκαλιά τη μικρή του κατσίκα και πηγαίνει προς το σπίτι του κυρ-
Μόσχου.
Καθώς έφτανε άκουσε τον κυρ-Μόσχο να φωνάζει «Μοσχούλα
που είσαι ανιψούλα μου;». Μόλις πλησίασεπροςτο μέρος του, αυτός
τον ρώτησε«Μήπωςείδες την Μοσχούλα;Γιατί κλαις, βρε παιδί μου».
Ο βοσκός απάντησε με σπαρακτική φωνή «Η Μοσχούλα πνίγηκε».
Άρχισαν τότε να κλαίνε και οι δυο... Ο νεαρός έφυγε αγκαλιά με την
αγαπημένη τουκατσίκα και δεντην άφησε ποτέξανά μόνη της, για να
του θυμίζει τη μεγάλη και αδικοχαμένη αγάπη του…
Β.
Την κοίταζα να λούζει τα μακριά της μαλλιά και θαμπωνόμουν
από την ομορφιά της. Για κάποια στιγμή αφαιρέθηκα και ξέχασα ότι
μαζί μου είχα την κατσίκα μου,την Μοσχούλα, δεμένη στο δέντρο…
Γύρισα και της έριξα μια ματιά και, αφού βεβαιώθηκα πως ήταν
εντάξει, ξανά βυθίστηκα στην εικόνα της. Την κοιτούσα ξανά και
ξανά, δεν χόρταινα να την βλέπω… τα μάτια μου μαγεμένα από την
όψη της. Τι κρίμα που δεν θα μπορούμε ποτέ να ξαναείμαστε μαζί…
Πόσο άδικο… Εκείνη συνέχιζε να κολυμπά ανέμελα σαν να μην
είχε καταλάβει πως βρισκόμουν εκεί κοντά, σαν να βρισκόταν
ολομόναχη εκείνηκαι η θάλασσα μόνο. Είχε ακόμη εκείνητην παιδική
αθωότητα όπως την θυμάμαι. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Παρέμεινε
5. 5
εκείνο το γλυκό αθώο κορίτσι που με κοιτούσε και τα μάγουλά της
αμέσως κοκκίνιζαναπό ντροπή. Αχ… πόσο μου είχε λείψει εκείνο το
βλέμμα. Δεν το ξέχασα ποτέ! Ήταν τόσο όμορφη σαν γοργόνα που
ξεπροβάλει ξαφνικάμέσα από τα κύματα και σε μαγεύει μόνο με ένα
βλέμμα.
Αναμνήσεις πολλέςερχότανστο μυαλό μου. Θυμήθηκα όταν την
συνάντησα για πρώτηφορά…έχουνπεράσει τόσα χρόνια και όμως το
θυμάμαι σαν να ήταν τώρα. Ήταν καλοκαίρι. Αυτή, μικρό κορίτσι
τότε, πήγαινε κάθε απόγευμα να δει την άρρωστη γιαγιά της. Εγώ
μόλις είχα έρθει στο χωριό. Δεν ήξερα κανέναν.Γυρνούσα μόνος μου
μέσα στο χωριό μέχρι να κάνω παρέες. Μια μέρα λοιπόν που την
συνάντησα στο δρόμο, καθώς πήγαινε στη γιαγιά της, αποφάσισα να
τη φωνάξω να γνωριστούμε. Επιτέλους είπα από μέσα μου. Όμως
φοβόμουνμήπως δενγυρίσει, μήπως με αγνοήσει και κάνει ότι δεν με
ακούει. Ξαφνικά με κυρίευσε θάρρος και της φώναξα. Θυμάμαι τη
λάμψη των ματιών της,μόλις με αντίκρισε,σαν να με περίμενε,σαν να
ήξερε πως θα την φώναζα. Μοσχούλα, είπε, με λένε και αμέσως
ντράπηκε και έσκυψε το κεφάλι. Από εκείνη την μέρα ήμασταν
αχώριστοι.
Τα απογεύματα συνήθωςβρισκόμαστανκαι συναντιόμασταν πάνω
στο γνωστό λόφο, στο βουνό μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Αυτό
γινόταν σχεδόν κάθε μέρα. Ένα βράδυ είχαμε μείνει μόνοι μας.
Ολομόναχοι…μόνοεμείς και οι ήχοι από τα νυχτοπούλια.Δεν άντεχα
άλλο. Θα της εξομολογηθώτα πάντα,σκέφτηκα. Ξαφνικά η ψυχή μου
γέμισε θάρρος. Μοσχούλα, της είπα, και άρχισα να της λέω όλα όσα
με βασάνιζαντόσο καιρό, πόσοπολύτην ερωτεύτηκα από την πρώτη
στιγμή που την είδα, πόσο πολύ ήθελα να είμαστε μαζί πόσο…
πόσο… πόσο… Εκείνη δεν μίλησε, ίσως να ντράπηκε ή να ένιωσε
αμήχανα. Φοβήθηκα μήπωςσηκωθεί και φύγει μακριάμου, μήπωςδεν
θελήσει να με ξαναδεί και πως δε θα το άντεχα αυτό. Σιωπή
κυριαρχούσε για τα επόμενα λεπτά. Ξαφνικά με αγκάλιασε.
Ξαφνιάστηκα,η καρδιάμου άρχισε να χτυπάειτόσο δυνατά όσο ποτέ
ξανά. Νόμιζα πως ήταν όνειρο, δενήθελα να ξυπνήσω.Με ξύπνησε με
το φιλί της. Για λίγη ώρα δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι
γινόταν. Όλο αυτό ήταν αληθινό. Το θυμάμαι.
Εκείνη συνέχιζε να κολυμπάκαι εγώ κόντευα να τρελαθώ από τις
σκέψεις. Ήθελα σαν τρελός να βουτήξω μαζί της, να της πω πως όλη
6. 6
αυτή η αγάπη που είχα τότε για εκείνη υπάρχει ακόμη. Ίσως τώρα να
την αγαπώ περισσότερο.Αν όμως δεν με γνώριζε,αν δεν ήμουντίποτε
σημαντικόγια εκείνη και με είχε ξεχάσει; Όλα αυτά στεκότανεμπόδιο
και δεν έβρισκα τόλμη να της μιλήσω. Κι αν ακόμη πήγαινα και μου
ζητούσε εξηγήσεις για τότε…; Αν με ρωτούσε γιατί εξαφανίστηκα
τότε; Τι θα της έλεγα; Δεν μπορούσα να πω την αλήθεια…
Ξημέρωσε το επόμενοπρωινό και ’γω πετάχτηκα από το κρεβάτι
βασανισμένος από τη σκέψη της. Κόντευα να τρελαθώ. Έριξα λίγο
νερό στο πρόσωπόμου να συνέλθωκαι πήρα το δρόμοπροςτο χωριό.
Περπατούσα αργά με την ελπίδα πως θα την ξαναδώ. Μάταια. Στον
δρόμοτίποτα, απολύτως. Μόνο ασήμαντοι άνθρωποι να περπατούν
τριγύρω, παιδιά να πηγαίνουν χαρούμενα στο σχολείο τους, γυναίκες
να απλώνουντα ρούχα τουςκαι να τραγουδούν και…εγώ τίποτε.Ούτε
χαρά ούτε ευτυχία. Τίποτε. Συνέχισα απλά να περπατώ
σκοτεινιασμένος, χωρίς να μιλάω σε κανέναν.
Ξαφνικά την είδα μπροστά μου. Για κάποια στιγμή νόμιζα πως
ονειρευόμουν. Δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Ήταν τόσο όμορφη,
πιο όμορφη απόχθες, πιο όμορφη απόκάθε φορά. Θεέ μου, είπα,δώσε
μου τη δύναμη να της φανερωθώ. Αλλά τίποτε. Ήμουν τόσο δειλός,
τόσο φοβισμένος, μήπως ξανασυμβεί το ίδιο.
Οι μέρες περνούσαν. Πέρασε σχεδόν ένας μήνας και εγώ ακόμη
τίποτε. Παρέμενα δειλός. Είχα την συντροφιά της Μοσχούλας μου
(της κατσίκας)να με παρηγορεί. Κάποιαστιγμή πετάχτηκα:αυτό ήταν
σκέφτηκα… θα πάω. Πήρα αμέσως το παλτό μου και βγήκα να την
ψάξω. Τριγύρω σκοτάδι. Άγρια μεσάνυχτα.Είχα ξεχάσει πλέον τι ώρα
ήταν. Δεν με ένοιαζε.Ήθελα μόνο να την δω.Έψαξα παντούσε όλο το
χωριό μα δεν την βρήκα πουθενά. Απελπίστηκα. Συνέχισα να
περπατώ.Τα βήματά μου με οδήγησαν πάνω στο γνωστό λόφο, στο
βουνόπουσυναντιόμαστανκάθε απόγευμα όταν ήμασταν πιτσιρίκια.
Καθόμουν μόνος μες στην άγρια νύχτα και σκεφτόμουν όλα όσα
είχαμε ζήσει τότε. Τι σημασία έχει που ήμασταν παιδιά.Την αγαπούσα
με όλη μου την ψυχή.
Ξαφνικά μέσα στην σιωπή άκουσα βήματα. Φοβήθηκα. Μια σκιά
έδειχνε να πλησιάζει προς το μέρος μου. Σώπασε. Δεν έβγαλα άχνα
περίμενα να δω αν ερχόταν κάποιος.
Ήταν εκείνη. Έκλαιγε.Έδειχνε τόσο δυστυχισμένη. Όσο όμορφη
και λαμπερή ήταν την μέρα,άλλο τόσο σκοτεινή και στεναχωρημένη
7. 7
εμφανίστηκε το βράδυ. Μόλις με κοίταξε κοντοστάθηκε. Λες να με
γνώρισε, είπα από μέσα μου. Με κοίταζε μες στα μάτια. Με πλησίασε
διστακτικά. Ποιος είσαι και τι γυρεύεις εδώ, με ρώτησε. Δεν με
κατάλαβε,σκέφτηκα. Έλα μην φοβάσαι, της φώναξα. Δεν πρόκειται
να σε πειράξω.Με πλησίασε σιγά-σιγά και κάθισε κοντά μου.Αμέσως
η καρδιάμου άρχισε να κτυπά τόσοδυνατά,όπως τηνπρώτη μέρα που
την αντίκρισα. Τόσο δυνατά που θα έσπαζε.
Τι γυρεύειςεδώτέτοια ώρα, την ρώτησα γεμάτος απορία. Σήκωσε
το βλέμμα και αμέσως τα μάτια της βούρκωσαν. Έρχομαι εδώ κάθε
βράδυ, μουείπε. Όταν όλοι κοιμούνται, εγώ έρχομαι εδώ. Γιατί; την
ρώτησα με έκπληξη. Δεν περίμενανα μου απαντήσει.Σώπασε… Εδώ,
μου λέει, εδώ… πήρα το πρώτο φιλί από εκείνον. Εδώ ακριβώς σε
αυτό το σημείο. Απίστευτο,Θεέ μου, με θυμόταν σκέφτηκα. Συνέχισε
να μου λέει πόσο ερωτευμένη ήταν μαζί μου τότε, και πόσο πολύ
στεναχωρήθηκε, όταν την εγκατέλειψα χωρίς μια εξήγηση. Ήταν το
μεγάλο της παράπονο.
Αχ, Θεέ μου! Ήθελα σαν τρελός να της φανερωθώ αλλά
φοβόμουν. Και αν αυτός ξαναγυρνούσε τι θα έκανες, την ρώτησα
διστακτικά. Δεν θα ξαναγυρίσει, μουαπάντησε με τόση σιγουριά. Μα
αν γυρνούσε, της ξανατόνισα. Δεν μου είπε. Αλλά δεν θα γυρίσει,
συνέχισε. Άρχισε να κλαίει, η καρδιά μου έσπασε. Πώς σε λένε την
ρώτησα,για να μην με καταλάβει.Μοσχούλα, είπε, με λένε, όπως την
πρώτη φορά που την συνάντησα. Εκεί δεν άντεξα. Μοσχούλα μου,
αγάπη μου γλυκιά, εγώ είμαι της είπα. Εγώ. Αμέσως πάγωσε. Εσύ;
είπε και τραβήχτηκε από κοντά μου. Πώς τόλμησες; γιατί μου το
έκανες αυτό; Θα στα πω όλα, της απάντησα.
Ο θείος σου, αγάπη μου,της είπα… αυτόςμε έδιωξε τότε. Αυτός!
Με απείλησε, αν δεν σε αφήσω ήσυχη, να με εξαφανίσει. Έκανε τα
πάντα για να με διώξει. Αυτός με έστειλε να σπουδάσω με την ελπίδα
να σε ξεχάσω και να μην ξαναγυρίσω εδώ. Αμέσως με έπιασε το
παράπονο. Εκείνη δεν μιλούσε. Φοβήθηκα πως δε με πίστευε. Μα
όμως της έλεγα την αλήθεια.
Ξαφνικά με αγκάλιασε. Αχ ψυχή μου. Εσύ είσαι; Μου είπε. Γιατί
με άφησες μόνη τόσο καιρό.Γιατί;… Σιγά-σιγά άρχισε να ξημερώνει
και το φως της ημέρας μας βρήκεμαζί. Δεν μπορούσα να το πιστέψω
πως την είχα στην αγκαλιά μου. Δεν μπορούσα να την χορτάσω.
8. 8
Χάιδευα τα μακριά μαλλιά της, το πρόσωπο της, φιλούσα τα απαλά
της χέρια. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήταν εκεί…εκεί για μένα.
3. Να δώσετε διαφορετικότίτλο στο διήγημα.
Πόσο μου λείπει…
Βουνό και θάλασσα
Η μοσχούλα!
Και το όνειροτελειώνει…
Παγιδευμένη ψυχή
Ο βοσκός
Όνειρα χαμένα