2. • Τα ψευδονέα ή ψευδείς ειδήσεις ή πλαστές
ειδήσεις (γνωστά και ως fake news), είναι ένα
είδος κίτρινου τύπου ή προπαγάνδας που γίνεται με
σκόπιμη παραπληροφόρηση ή με φάρσες που
διαδίδονται με παραδοσιακά μέσα μαζικής
ενημέρωσης ή με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.[1] Η
διασπορά ψευδών ειδήσεων προκαλείται συχνά από
δημοσιογράφους που πληρώνουν πηγές
πληροφοριών, μια αμφιλεγόμενη πρακτική που
ονομάζεται πληρωμένη δημοσιογραφία. Οι ειδήσεις
τελικά συχνά αναστέλλονται ως παραπληροφόρηση,
αλλά περιστασιακά καταφέρνουν να φθάσουν μέχρι
τα παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης[2].
3. • Τα ψευδονέα γράφονται και δημοσιεύονται
συνήθως με σκοπό να παραπλανήσουν,
προκειμένου να βλάψουν έναν οργανισμό,
ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο, ή και για
οικονομικά ή πολιτικά οφέλη[3][4][5], συχνά
χρησιμοποιώντας τίτλους με εντυπωσιασμό, ή
εξ ολοκλήρου κατασκευασμένους για την
αύξηση της αναγνωσιμότητας.
5. • Η σημασία των ψεύτικων ειδήσεων έχει αυξηθεί στον σύγχρονο
πολιτικό βίο. Για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η δυνατότητα
προσέλκυσης επισκεπτών στους ιστοτόπους τους είναι απαραίτητη
για τη δημιουργία εσόδων από διαφημίσεις μέσω διαδικτύου. Εάν
δημοσιεύσουν μια ιστορία με ψευδές περιεχόμενο θα
προσελκύσουν χρήστες, προς όφελος των διαφημιζομένων και θα
βελτιώσουν τις αξιολογήσεις. Η εύκολη πρόσβαση στα έσοδα από
διαφημίσεις μέσω διαδικτύου, η αυξημένη πολιτική πόλωση και η
δημοτικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κυρίως το
Facebook News Feed[1], έχουν εμπλακεί στη διάδοση ψευδών
ειδήσεων[3][6] που ανταγωνίζονται με νόμιμες ειδήσεις. Εχθρικοί
κρατικοί παράγοντες έχουν επίσης εμπλακεί στη δημιουργία και
διάδοση ψευδονέων, ιδίως κατά τη διάρκεια των εκλογών[7].
7. Τα ψευδονέα υπονομεύουν τη σοβαρή
κάλυψη των μέσων ενημέρωσης και
δυσκολεύουν τους δημοσιογράφους να
καλύπτουν σημαντικές ειδήσεις.[8] Μια
ανάλυση από την BuzzFeed διαπίστωσε ότι τα
20 κορυφαία ψευδονέα σχετικά με τις
προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2016 και
διαδόθηκαν περισσότερο στο Facebook από
τις 20 κορυφαίες ιστορίες εκλογών από 19
μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης[9]. Οι
ανώνυμες ιστοσελίδες που φιλοξενούν
ψευδονέα και στερούνται γνωστούς εκδότες
έχουν επίσης επικριθεί, επειδή δυσχεραίνουν
ακόμα περισσότερο τη δίωξη για τη
δυσφήμηση[10].
9. • Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης μερικές φορές για να θέσει σε
αμφισβήτηση νόμιμες ειδήσεις που εκφράζουν μία αντίθετη
πολιτική άποψη.[11][12] Ο Ντόναλντ Τραμπ κατά τη διάρκεια και
μετά την προεκλογική του εκστρατεία και την εκλογή του,
διάπλασε τον όρο ψευδονέα «fake news» με αυτή την έννοια όταν
τον χρησιμοποίησε για να περιγράψει την αρνητική κάλυψη του
ιδίου. Εν μέρει, ως αποτέλεσμα της χρήσης του όρου από τον
Τραμπ, ο όρος έχει εξεταστεί ολοένα και περισσότερο και τον
Οκτώβριο του 2018 η Βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν θα
χρησιμοποιεί πλέον τον όρο επειδή είναι ένας "κακώς
καθορισμένος και παραπλανητικός όρος που συγκρίνει μια
ετερόκλητη κατηγορία ψευδών πληροφοριών, από αυθεντικό
σφάλμα έως ξένες παρεμβάσεις στις δημοκρατικές διαδικασίες".
10. • Ο εθισμός στο διαδίκτυο (internet addiction) μια σχετικά νέα
μορφή εξάρτησης, προτάθηκε ως όρος πρώτη φορά από τον
Goldberg (1995) και έγινε δημοφιλής με την καινοτόμο έρευνα της
Young (1996), αναφέρεται στην «καταναγκαστική, υπερβολική
χρήση του διαδικτύου και τον εκνευρισμό ή δυσθυμική
συμπεριφορά που παρουσιάζεται κατά τη στέρησή της» (Mitchell,
2000). Ο εθισμός στο Διαδίκτυο, αν και δεν έχει επισήμως
αναγνωρισθεί ως κλινική οντότητα παρά μόνο στην Κίνα, Ν.Κορέα
και Ταϊβάν, αποτελεί μια κατάσταση που προκαλεί σημαντική
έκπτωση στην κοινωνική και επαγγελματική ή ακαδημαϊκή
λειτουργικότητα του ατόμου. Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας όλο και
συχνότερα καλούνται να προσεγγίσουν θεραπευτικά άτομα με
προβληματική χρήση του Διαδικτύου.
11. επόμενη έκδοση του διαγνωστικού
εγχειριδίου της Αμερικανικής Ψυχιατρικής
Εταιρείας, DSM-V, θα συμπεριληφθεί ως
χρήζουσα περισσότερη έρευνα η οντότητα
"Internet Use Gaming Disorder", ένας όρος
που δεν έχει χρησιμοποιηθεί σε έρευνες ως
σήμερα. Συνηθέστερη ορολογία πέρα από τον
εθισμό στο Διαδίκτυο (Internet Addiction
Disorder - IAD) είναι επίσης οι "Pathological
Internet Use" (Παθολογική χρήση του
διαδικτύου)», "Problematic Internet Use"
(Προβληματική χρήση του διαδικτύου),
"Excessive Internet Use" (Υπερβολική χρήση
του διαδικτύου) και "Compulsive Internet Use"
(Καταναγκαστική χρήση του διαδικτύου)
(Widyanto & Griffiths, 2006).
13. Ο όρος διαδικτυακός εκφοβισμός (αγγλικά: Cyberbullying) αφορά τον
εκφοβισμό, την απειλή, την ταπείνωση ή την παρενόχληση παιδιών,
προεφήβων και εφήβων που δέχονται μέσω της χρήσης του Διαδικτύου,
κινητών τηλεφώνων είτε άλλων ψηφιακών τεχνολογιών από ομηλίκους
τους.[1]
14. Στον Διαδικτυακό εκφοβισμό παρατηρείται η
συμμετοχή συνομήλικων και από τις δυο
πλευρές, ή τουλάχιστον η συμμετοχή ενός
ενήλικα υποκινούμενη από κάποιον ανήλικο
εναντίον άλλου ανηλίκου. Στην περίπτωση
που παρατηρηθεί εμπλοκή ενηλίκου
χρησιμοποιούνται οι οροί Διαδικτυακή
παρενόχληση (Cyber-Harassement) είτε η
Διαδικτυακή παρακολούθηση (Cyber-Stalking).
Ο όρος Διαδικτυακός εκφοβισμός, εν
αντιθέσει με την σεξουαλική παρενόχληση,
δεν χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις, κατά τις
οποίες ένας ενήλικας προσπαθεί να οδηγήσει
ανηλίκους σε μη διαδικτυακές συναντήσεις
δελεάζοντάς τους. Ωστόσο, συχνά
παρατηρείται στον Διαδικτυακό εκφοβισμό η
ανάμειξη ενός η περισσότερων ενηλίκων, οι
οποίοι ικανοποιούνται μέσα από την
διαδικτυακή σεξουαλική παρενόχληση των
ανήλικων θυμάτων.
15. Συχνά οι νέοι εκτίθενται στον Διαδικτυακό
εκφοβισμό εξαιτίας της βίωσης έντονων
συναισθημάτων όπως θυμός, απόγνωση είτε
πάλι και εκδίκηση, που μπορεί να προέρχεται
τόσο από τις προβληματικές σχέσεις που
υπάρχουν στο οικογενειακό περιβάλλον όσο
και εξαιτίας μιας ευρύτερης κοινωνικής
δυσλειτουργικότητας που παρουσιάζει το
άτομο. Σε μερικές περιπτώσεις ο Διαδικτυακός
εκφοβισμός αποτελεί μορφή
ψυχαγωγίας[εκκρεμεί παραπομπή] στοχεύοντας στην
εκδήλωση ποικίλων αντιδράσεων και στην
ικανοποίηση αναγκών που σχετίζονται με την
επιβολή εξουσίας και
ελέγχου.[εκκρεμεί παραπομπή] Σπανιότερα, η
αποστολή μηνυμάτων σε λάθος παραλήπτες
μπορεί να αποτελέσει αιτία του φαινομένου.