8. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το συνεργατικό παραμύθι“To προσφυγόπουλο της Κερύνειας”
γράφτηκε με αφορμή το πρόγραμμα/διαγωνισμό “Κύπρος, Ελλάδα,
Ομογένεια:Εκπαιδευτικές Γέφυρες…” από τα παρακάτωσχολεία:
1.Δημοτικό Σχολείο Κιτίου,Kύπρος
2.Δημοτικό Σχολείο Ορχομενού,Ελλάδα
3.Ιδ. Δημ. Σχ. ΔΔΜΝΝαυστάθμου Κρήτης, Χανιά,Ελλάδα
4.7/θ Δημοτικό Σχολείο ΣταυρακίουΙωαννίνων, Ελλάδα
5.7ο Νηπιαγωγείο Ιωαννίνων, Ελλάδα
6.2ο Δημοτικό σχολείο Γρεβενών, Ελλάδα
7.3ο Δημοτικό σχολείο Γρεβενών, Ελλάδα
8.10ο Δημοτικό σχολείο Αιγάλεω, Ελλάδα
9.9ο Δημοτικό σχολείο Λάρισας, Ελλάδα
10.Δημοτικό Σχολείο Ασγάτας,Κύπρος
9.
10. ΚΕΦΑΛΑΙΑ
1. Μαύρος ουρανός.Ε΄1, Ε΄2, Ε΄3, Δημοτικό Σχολείο Κιτίου(Κύπρος)
2. Σαν να άκουσα πάλιτη φωνήτης μάνας μου…Δ΄1, 2ο Δημοτικό
Σχολείο Ορχομενού(Ελλάδα)
3. . «Πού θα πάμε, μάνα;» Δημοτικό Σχολείο ΔΔΜΝ - Ναύσταθμος
Κρήτης(Ελλάδα)
4. «Χαμένες πατρίδες», Γ΄2, Ε΄1, Δημοτικό Σχολείο Σταυρακίου
Ιωαννίνων(Ελλάδα)
5. Κρύο πολύκαιόλα τα δέντρα γεμάτα κρυστάλλους.7ο
Νηπιαγωγείο
Ιωαννίνων, 1ο
τμήμα(Ελλάδα)
6. Ένα ήταν το όνειρό μου. Ε΄2, 3ο
Δημοτικό Σχολείο Γρεβενών(Ελλάδα)
7. Δεν θα ξεχάσωποτέ τη γιαγιά Βασιλική. 2ο Δημοτικό Σχολείο
Γρεβενών, Γ΄ τάξη(Ελλάδα)
8. «-Οϊγιε μου. Εν κλαίω.»9ο
Δημοτικό Λάρισας τμήμα Δ΄1(Ελλάδα)
9. Άραγε θα ήταν ευχάριστα τα νέα που θα μαθαίναμε εκεί; 10ο
δημοτικό σχολείο Αιγάλεω, τμήμα Α΄1(Ελλάδα)
10.Αρχίζουμε να κάνουμε καιπάλιόνειρα. Δ΄-Στ΄ τάξη, Δημοτικό
Σχολείο Ασγάτας(Κύπρος)
11. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Μαύρος ουρανός, αεροπλάνα, αλεξιπτωτιστές, βομβαρδισμοί,
καπνοί, εκρήξεις…
« Κύριε, κύριε… μπορείτε να κατεβείτε. Έχουμε προσγειωθεί…», η
φωνήτης αεροσυνοδούμεεπαναφέρει.«Συγγνώμη»,τόλμησαναπωκαι
βγήκα από το αεροπλάνο. Τα μάτια μου κοιτάζουν τον ουρανό. Τριάντα
οχτώ χρόνια μετά … πιο γαλανός… το μαύρο χρώμα έβαψε πλέον την
ψυχή μας. Φέτος άνοιξαν για πρώτη φορά τα σύνορα στα κατεχόμενα
(ούτε να προφέρωτηλέξηδεν μπορώ…) καιη πρώτημου σκέψηήταν να
πάω πίσω να δω τη γειτονιά μας, το σπίτι που γεννήθηκα…
Είχαμε φύγει βιαστικά και εγώ μικρός τότε ρωτούσα συνεχώς τη
μητέρα μου:
-Γιατί φεύγουμε μάνα; Γιατί;
-Μας διώχνουν γιε μου οι Τούρκοι. Θα ξανάρθουμε όμως, μου
απάντησε με φωνή τρεμάμενη.
Και να ΄μαι εδώ. Πίσω στην πατρίδα μου. Πίσω στην Κύπρο.
12. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Μαύρος ουρανός, αεροπλάνα, αλεξιπτωτιστές, βομβαρδισμοί,
καπνοί, εκρήξεις…
« Κύριε, κύριε… μπορείτε να κατεβείτε. Έχουμε προσγειωθεί…», η
φωνήτης αεροσυνοδούμεεπαναφέρει.«Συγγνώμη»,τόλμησαναπωκαι
βγήκα από το αεροπλάνο. Τα μάτια μου κοιτάζουν τον ουρανό. Τριάντα
οχτώ χρόνια μετά … πιο γαλανός… το μαύρο χρώμα έβαψε πλέον την
ψυχή μας. Φέτος άνοιξαν για πρώτη φορά τα σύνορα στα κατεχόμενα
(ούτε να προφέρωτηλέξηδεν μπορώ…) καιη πρώτημου σκέψηήταν να
πάω πίσω να δω τη γειτονιά μας, το σπίτι που γεννήθηκα…
Είχαμε φύγει βιαστικά και εγώ μικρός τότε ρωτούσα συνεχώς τη
μητέρα μου:
-Γιατί φεύγουμε μάνα; Γιατί;
-Μας διώχνουν γιε μου οι Τούρκοι. Θα ξανάρθουμε όμως, μου
απάντησε με φωνή τρεμάμενη.
Και να ΄μαι εδώ. Πίσω στην πατρίδα μου. Πίσω στην Κύπρο.
13. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Προχωρώντας στους διαδρόμους του αεροδρομίου, ανάμεσα στο
πλήθος, παρατηρώμια οικογένεια πουπαρηγορείτο παιδί της για το
τέλος των διακοπών. Πόσο παράξενο, σκέφτομαι. Ο μικρός έχει
δακρυσμένα μάτια επειδήγυρνάεισπίτιτου.
Σαν να άκουσα πάλιτη φωνή της μάνας μου…
-Μην είσαι λυπημένος. Σουυπόσχομαιότι σε λίγο καιρό θα είναι
όλα πολύδιαφορετικά, μου έλεγε.
-Μην υπόσχεσαιψέματα μαμά, της απαντούσα. Στο μαύρο όσο
άσπρο κιαν ρίξεις πάντα θα έχεις γκρι.
Τα πόδια μου τρέμουν καθώς προχωρώπρος την έξοδο του
αεροδρομίου. Τότε δεν αφήσαμε απλά ένα σπίτι. Συγγενείς, φίλοι,
στιγμές, πατρίδα, μια ζωή ολάκερηκλείστηκε για πάντα στους τέσσερις
τοίχους του σπιτιού μας στην Κερύνεια.
14. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
...Παίρνωένα ταξί. Θέλω να ξαναβρεθώστην πόλη μου, στο σπίτι μου.
Να το δω. Έστω και σαν ένας επισκέπτης. Καθώς κοιτάζωτους δρόμους,
μου φαίνονταιπιομικροί.Πλησιάζω.Αυτήείναιη τελευταίαστροφήπριν
το σπίτι μου. Είμαι τώρα ακριβώς έξω από αυτό... Κατεβαίνω.
Κοντοστέκομαι απέναντι. Το μυαλό μου γεμίζει φωνές. Έρχονται στ’
αφτιά μου οι φωνές των φίλων μου. Σαράντα τρία χρόνια πριν. Παίζουμε
στο δρόμο που δεν έχει τόσα αυτοκίνητα όπως σήμερα. Γέλια, χαρά,
σκανταλιές!Καιημυρωδιά απότις λεμονιέςπουείναιφυτεμένεςσεκάθε
πεζοδρόμιο!Σα να ακούω τώρα τη φωνή της μάνας μου να με φωνάζει
να πάω στο σπίτι να φάω.
Επανέρχομαι στην πραγματικότητα καθώς βλέπω μια οικογένεια
να βγαίνει από το σπίτι. Το σπίτι μου. Είναι μία γυναίκα με έναν άντρα
και ένα μικρό παιδί. Γύρω στα 10. Ξαφνιάζομαι. Τα συναισθήματά μου
είναι ανάμεικτα. Με κατακλύζουν.
Θυμάμαι τη δική μου μάνα να με παίρνει απ’ το χέρι για να
φύγουμε μέσα σε ένα βουητό από σειρήνες και πυροβολισμούς. Σα να
βλέπω τον πατέρα μου μαζί με το θείο μου να τον παίρνουν τα
στρατεύματα κατοχής πριν προλάβει να κάνει το παραμικρό... Δεν τον
ξανάδα από τότε. Ακόμα τον ψάχνουμε. Είναι στους αγνοούμενους που
πήραν οιΤούρκοισε στρατόπεδα συγκέντρωσηςστα βάθητης Τουρκίας.
Μπήκα με τη μάνα μου σε ένα καράβι. Μαζί και με άλλους
Κύπριους. Όλοι παγωμένοι. «Πού θα πάμε, μάνα;» ρώτησα με αγωνία.
«Θα πάμε στην Κρήτη, παιδί μου, στην Ελλάδα» ψέλλισε.
Μετά από ώρες κατεβήκαμε σε ένα λιμάνι. Το λιμάνι της Σούδας
στα Χανιά. Γυναίκες και παιδιά κυρίως άρχισαν να κατεβαίνουν από το
πλοίο. Και τώρα, τι; Ήρθε κάποιος κύριος και μας ρώτησε αν έχουμε
κάποιο συγγενή. Ο πατέρας μουείχε ένανθείο στα Χανιά.Τούείπαμε το
όνομά του καιπροθυμοποιήθηκε να μας βοηθήσει. Θαμας πήγαινε εκεί.
Όπως κι έγινε. Ο θείος Σήφης ζούσε σε ένα σπίτι μέσα στα Χανιά.
Κοντά στο Παλιό Λιμάνι. Ζούσε με τη γυναίκα του. Μεγάλοιάνθρωποισε
ηλικία. Φιλόξενοι όμως. Ζήσαμε στα Χανιά ένα χρόνο. Όμως ήταν
δύσκολα. Η μάνα μου δεν μπορούσε να βρει δουλειά και οι θείοι και
αυτοί δυσκολεύονταν.Περήφανη η μάνα τούς ευχαρίστησε και φύγαμε
από την Κρήτη. Είχε συγγενείς στα Γιάννενα.
15. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Εκεί μας φιλοξένησε η θεία Άντρη, δεύτερη ξαδέρφη της μάνας
μου πουήταν παντρεμένημεπρόσφυγα απότη Μικρά Ασία.Με τον θείο
Γιώργο είχαν δύο παιδιά και ζούσαν σε ένα προσφυγικό χωριό, λίγο έξω
απότην πόλητων Ιωαννίνων.Όλοιοικάτοικοιεκείμάς καλοδέχτηκανκαι
μας αγκάλιασαν με στοργή γιατί ένιωθαν τον πόνο μας και
συμμερίζονταν τα βάσανά μας. Είχαν έρθειπρόσφυγες κι αυτοί από την
Ανατολήκαιρίζωσανεδώφτιάχνονταςαπότο μηδέν τα νοικοκυριάτους.
Μικρά σπιτάκια. Πολύ περιποιημένα. Με κήπους και πεντακάθαρες
αυλές στολισμένες με πολύχρωμα λουλούδια.
Ο θείος Γιώργος μάς μάζευε όλους γύρω από το τζάκι τα κρύα
βράδιατου χειμώνακαι μας μιλούσε για τις «χαμένεςπατρίδες»πουόλο
ήθελε να επισκεφτεί, αλλά πενήντα χρόνια τώρα δεν κατάφερε ποτέ να
πάει…
Άραγε εγώ θα μπορέσω κάποτε να γυρίσω πίσω στην αγαπημένη
μου Κύπροκαινααντικρύσωτο σπίτιμας καιτη γειτονιάπουγεννήθηκα;
Το ερώτημα αυτό με βασάνιζε πάντα αλλά μέσα μου βαθιά
σιγόκαιγε η σπίθα της ελπίδας πως αυτά γρήγορα θα τελείωναν καιόλα
θα γίνονταν όπως πριν. Ο πόλεμος και η καταστροφή θα έμοιαζαν με
παραμύθι…
Και να ’μαι τώρα. Εδώ στην πατρίδα! Στη γειτονιά που έζησα τα
πρώτα ανέμελα κι ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου! Τα συναισθήματα
κατακλύζουν την ψυχή μου και οι σκέψεις με συνεπαίρνουν. Αλλιώς θα
ήθελα να ήταν τα πράγματα όταν θα επέστρεφα. Τώρα έρχομαι σαν
επισκέπτης, σαν ξένος, στο ίδιο μου το σπίτι.
Χαίρομαι; Λυπάμαι; Δύσκολο να το πω!
Στα Γιάννεναμείναμεδύοχρόνια μέχριπουτελείωσατο δημοτικό.
Πολλές φορές πήγαινα με τα άλλα παιδιά στο κάστρο της πόλης και στη
λίμνη. Ο θείος μού έμαθε πώς να ψαρεύω και σχεδόν πάντα έπιανα τα
πιο πολλά ψάρια. Συχνά περιδιαβαίναμε τα στενά σοκάκια της παλιάς
πόλης και μερικές φορές πηγαίναμε και στο νησάκι της λίμνης.
Η μάνα μου δούλευε στα χωράφια και βοηθούσε τη θεία μου με
τα ζώα. Πολλές φορές πήγαινα κι εγώ μαζί της για να τη βοηθάω και να
την ξεκουράζω.
16. -«Εσύ να πας στα βιβλία σου και στα μαθήματά σου», μου έλεγε.
«Ναμάθεις γράμματα.Να γίνειςμεγάλος άνθρωπος.Ναμηντυραννιέσαι
όπως εγώ κι ο πατέρας σου… »
Και τότε την έπιανε το παράπονο και δεν μπορούσε να
συγκρατήσει τα δάκρυά της.
«Θεέ μου καταξίωσ’ μας την Ένωση να δούμε, τζι ας μεν έχουμε
ψωμίν, μήτε νερόν να πιούμε…»
Κάθε φορά που αντίκριζα τον λόφο στο Μπιζάνι θυμόμουν τα
λόγια του παππούμου.Ότανμέναμεμόνοιμας στο σπίτιμε έπαιρνεστην
αγκαλιά του και μου έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο για την
απελευθέρωση της Ηπείρου το 1912-13. Είχε έρθει κι αυτός, μαζί με
πολλούς άλλους Κύπριους (φοιτητές οι περισσότεροι), ως εθελοντής και
πολέμησε στο θρυλικό Μπιζάνι.
Μαζί με τον Πέτρο Χατζηαργυρού-Φέσα από την Ίνια της Πάφου
καιτον δήμαρχοτης ΛεμεσούΧριστόδουλοΣώζο.Αυτοί δενπρόλαβαννα
δουν ελεύθερα τα Γιάννενα.
Ήταν πολύ περήφανος που βοήθησε κι αυτός να μεγαλώσει η Ελλάδα
και να απελευθερωθεί η Μακεδονία και η Ήπειρος. Ευτυχώς δεν έζησε
τα καταστροφικά γεγονότα, τον Ιούλιο του 1974, στην αιματοβαμμένη
μας Κύπρο. Ο Θεός τον πήρε κοντά του λίγους μήνες πριν.
17. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Θυμάμαι ήταν Χειμώνας όταν πέθανε. Από τους πιο άγριους
Χειμώνες που είχε κάνει στην Κύπρο. Παντού γύρω μου όλα ήταν
χιονισμένα… Κρύο πολύ και όλα τα δέντρα γεμάτα κρυστάλλους.
Έτσι ακριβώς ήταν και η ψυχή μου. Παγωμένη και
κρυσταλλιασμένη. Μου κόστισε πολύ ο χαμός του παππού μου.
Κλείστηκα στον εαυτό μου για καιρό. Δεν έβγαινα, δε μιλούσα σε
κανέναν… Ένιωθα μόνος.
Σαν κι αυτόν τον χειμώνα που έζησα στα Γιάννενα. Εκείνη τη
χρονιά, ήταν η πρώτη φορά που είδα και τη λίμνη παγωμένη. Μια
τεράστια πίστα πατινάζ, πουγυάλιζε κάτω από το χιονισμένο Μιτσικέλι.
Πολλοί έκαναν βόλτες πάνω της κι άλλοι γλιστρούσαν γελώντας. Έκανα
κι εγώ το ίδιο με τους φίλους μου. Παίρναμε σανίδες και γλιστρούσαμε
πάνωστον πάγο. Η αίσθησηήταν μοναδική!!!Ο παγωμένος αέρας έκανε
τα μάγουλά μας να κοκκινίζουν από το κρύο!!!!
Όσο όμως όμορφα καινα περνούσα, ό,τικι αν έκανα, ένα ήταν το
όνειρό μου κι ο κρυφός μου ο πόθος: να γυρίσω στην πατρίδα!! Μέσα
μου περίμενα πάντα αυτή τη στιγμή!
Και να που σήμερα αυτή η στιγμή έφτασε !!
Το όνειρό μου πραγματοποιήθηκε! Είμαι εδώ… Το βλέμμα μου
χαϊδεύει όλα τα γνώριμα μέρη… Ο ήλιος της Κύπρου ζεσταίνειτο σώμα
μου καιτην ψυχή μου… Η καρδιά μου φτερουγίζει… Αλλά ένα περίεργο
συναίσθημα με κατακλύζει… Όλα είναι τόσο ίδια και ταυτόχρονα τόσο
διαφορετικά!
Το μυαλό μου γυρνάει ακόμη μια φορά πίσω, στο κρύο των
Ιωαννίνων. Στο χιονοπόλεμο που παίζαμε με τους φίλους μου και στον
τεράστιο χιονάνθρωπο που είχαμε φτιάξει κάποτε, στην αυλή του
σχολείου. Χαμογελάω…
Όσο όμως κι αν με είχαν καλοδεχτεί όλα τα παιδιά, όσο
φιλικά κι αν μου φέρονταν οιδάσκαλοίμου, πάντα είχα την αίσθηση ότι
δεν ανήκω εδώ, παρότι είμαι κι εγώ Έλληνας.
Η αγαπημένη Κύπρος και η επιστροφή κυριαρχούσε πάντα στην
καρδιά μου.
Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για μένα… Φεύγοντας από τα
Γιάννενα, ψάξαμε την τύχη μας σε μια άλλη πόλη, τα Γρεβενά…. Εκεί
ζούσαν κάποιοι πατριώτες μας, που υποσχέθηκαν στη μάνα ότι θα τη
βοηθήσουν …
18. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Στα Γρεβενά μας περίμενε ένας παλιός φίλος του πατέρα μου με
την οικογένειά του. Ήταν και αυτοί πρόσφυγες από την Κύπρο που
μένανε σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας στα Γρεβενά.
Ο κύριος Δημήτρης, όπως τον έλεγαν, μας ξενάγησε δείχνοντάς
μας τις δύο κεντρικές πλατείες των Γρεβενών,την πλατεία Αιμιλιανούμε
τα κανόνια καιτην πλατεία Ελευθερίας με το παλιό ρολόι. Τριγύρω όλη
η κίνηση με τα καφέ, τα εστιατόρια και τα εμπορικά.
Τα Γρεβενά είναιένας ορεινός νομός της χώρας που φιλοξενείκι
ένα τεράστιο κομμάτι του «ΕθνικούΠάρκουτης Βόρειας Πίνδου». Όμως
δεν θα ξεχάσω ποτέ την εκδρομή που πήγαμε ξεκινώντας από τη Σμίξη
(πουείναιτο πιο κοντινόχωριό στο χιονοδρομικόκέντροτης Βασιλίτσας)
με πολλές πέτρινες βρύσες και αρχοντικά.
Η Σαμαρίνα είναιένα πασίγνωστο χωριό τραγουδισμένο σε πολλά
δημοτικά τραγούδια, χτισμένο στις πλαγιές του Σμόλικα σε 1650 μέτρα
υψόμετρο.
Η υπέροχη διαδρομή μας συνεχίστηκε μέχρι το Τρίκωμο όπου
επισκεφτήκαμε την παλιά πέτρινηγέφυρα του Αζίζ Αγά στους πρόποδες
της Πίνδου.
Είναι ένα μονότοξο γεφύρι, το μεγαλύτερο σε ύψος της Δυτικής
Μακεδονίας.
Την επόμενημέρα επισκεφτήκαμε την κοινότητα του Σπηλαίουμε
το υπέροχο φαράγγι και το πέτρινο γεφύρι της Πορτίτσας που έχει
χαρακτηριστεί περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
Συνεχίζοντας πήγαμε στο Περιβόλι κοντά στα σύνορα με τα
Ζαγοροχώρια. Έπειτα κατεβήκαμε στην καρδιά της Βάλια Κάλντα
γνωρίζονταςτηνάγριαφύση καιτονόμορφο ΕθνικόΔρυμό με τα μυστικά
του. Εκεί βρήκαμε και πολλά είδη μανιταριών. Δεν είναι τυχαίο πως τα
Γρεβενά τα λένε: «η πόλη των μανιταριών» και έχει ως σήμα κατατεθέν
τα μανιτάρια που μπορεί να τα βρει κανείς σε όλα τα εστιατόρια και σε
μαγαζιά που τα πωλούν σε κάθε μορφή.
Μια άλλη μέρα δε θα ξεχάσω που επισκεφτήκαμε το Παλαιοντολογικό
Μουσείο στη Μηλιά Γρεβενών. Εκεί μεταξύ των άλλων φιλοξενούνται
και οι μεγαλύτεροι χαυλιόδοντες του κόσμου μήκους 5,02 μέτρων από
μαστόδοντα ηλικίας τριών εκατομμυρίων χρόνων (βραβείο Γκίνες). Ο
ξεναγός του μουσείου μου έδειξε και ένα … δόντι καρχαρία!!!
19. πουβρέθηκεστις Αμυγδαλιές Γρεβενών.Αυτόσημαίνειότι κάποτε
εδώ ήταν θάλασσα!
Όμως όσο όμορφα και αν περνούσα στα Γρεβενά, ένα ήταν το
όνειρό μου, να γυρίσω πίσω στην Κύπρο, στην πατρίδα μου, στο σπίτι
μου. Άραγε θα γινόταν ποτέ αυτό μου το όνειρο πραγματικότητα; Ποιος
ξέρει;
Προς το παρόν έπρεπε να αλλάξουμε σπίτι , αφού για λίγο καιρό
θα μας φιλοξενούσε ένας άλλος φίλος του πατέρα μου που έμενε στη
Μηλιά Γρεβενών.
20. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Η Μηλιά Γρεβενών ήταν μικρό καιόμορφο χωριό και η ζωή μας εκεί
ήταν πιο ήρεμη. Η μητέρα μου ξεκίνησε αμέσως να δουλεύει στα
χωράφιασε άλλεςαγροτικέςδουλειές.Εγώγράφτηκαστο γυμνάσιο.Όλα
τα παιδιά με ρώτησανμε ενδιαφέροντι ακριβώς είχε γίνειστην πατρίδα
μου και πώς εγώ βρέθηκα στο χωριό τους. Η ιστορία μου τους φάνηκε
σαν παραμύθι, αλλά δυστυχώς για εμένα ήταν πραγματικότητα.
Η μητέρα μου έλειπε από το σπίτι πολλές ώρες γιατί εργαζόταν
σκληρά. Το βράδυγυρνούσε κουρασμένηαλλά είχε πάντα χρόνο για να
μιλήσουμε. Οι γείτονές μας ήταν πολύκαλοίκαισυνέχεια μας ρωτούσαν
αν χρειαζόμαστε κάτι.
Οι καθηγητές ήταν πολύ ευγενικοίμαζίμου καιμε το σχολείο μου
κάναμε πολλές εκδρομέςσε κοντινά μέρη: Μέτσοβο, Καστοριά, Βεργίνα.
Πολλές φορές περπατούσα στο δάσος που ήταν γύρω από το
χωριό και έβλεπα πατημασιές από άγρια ζώα, ειδικά όταν χιόνιζε.
Μια μέρα ηφίλη μου Αργυρώμε πήγε στο σπίτι της γιαγιάς της της
κυρίας Βασιλικής. Μόλις άκουσε την ιστορία μου, με αγκάλιασε και με
δάκρυα στα μάτια μου είπε ότι και αυτή ήταν πρόσφυγας. Όταν ήταν 5
χρονών ζούσε στη Σμύρνη της Τουρκίας αλλά επειδή έγινε πόλεμος, οι
τούρκοι έκαψαν τη Σμύρνηκαι όλοι οι έλληνες πουζούσαν εκείμπήκαν
σε βάρκες καικαράβια με λιγοστά πράγματα καιήρθαν στην Ελλάδα για
να σωθούν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γιαγιά Βασιλική γιατί μου έδωσε
θάρρος καιμου είπε να μην απελπίζομαικαιότι θα τα καταφέρουμε να
φτιάξουμε ξανά τη ζωή μας και να ελπίζουμε ότι κάποια μέρα θα
ξαναβρούμε τον πατέρα μου.
Η χρονιά πέρασε γρήγορα καιημητέρα μου κατάφερε να μαζέψει
μερικά χρήματα. Έτσιμια μέρα μου είπε ότιθα πάμε σε μια μεγάληπόλη
που λέγεται Λάρισα και απέχει 2 ώρες από τα Γρεβενά, γιατί εκεί της
είπαν θα βρει πιο εύκολα δουλειά στον απέραντο Θεσσαλικό κάμπο…
21. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Έτσι μαζέψαμε τη λιγοστή πραμάτεια μας και πήραμε τη στράτα για
τη Λάρισα. Θυμάμαι τα βουρκωμένα μάτια της μάνας, όταν ανεβήκαμε
στο λεωφορείο με προορισμό τη θεσσαλικήμεγαλούπολη. «- Μάνα, μα
ήντα μπου έσιης; Κλαίεις;» τη ρώτησα απορημένος. «-Οϊ γιε μου. Εν
κλαίω. Κάτι εμπήκεν μες στο μάτι μου». Δεν ξαναμίλησα. Αναστέναξα,
έκλεισατα μάτια μου καιτην άκουγαπουμουρμούριζετραγουδιστά « Γη
της πικραμένης Παναγιάς, γη του λίβα και τ’ άδικου χαμού…»
Ότανφθάσαμε στηΛάρισα μας συνάντησεο κυρ – Αχιλλέας.
Ζητούσε χέρια εργατικά για τα αμπέλια του. Η μάνα δεν έχασε την
ευκαιρία. Δέχθηκε. Σάμπως μπορούσε ν’ αρνηθεί; Αρκεί δουλειά να
βρισκόταν. Άλλησιγουριά! Ο κυρ – Αχιλλέας τα κτήματά του τα είχε έξω
από τη Λάρισα, σε μια περιοχή που ονομάζονταν Τύρναβος. Μας
βοήθησε νανοικιάσουμεκιέναμικρόσπιτάκιδίπλαστο δικό του. Η μάνα
όταν είδε τα χαμηλό σπίτι με τα σκουροπράσινα παραθυρόφυλλα, τις
ανθισμένες μυρωδάτες λεμονιές και τον ήλιο να τις φωτίζει απλόχερα,
δάκρυσε καιμ’ ένα βουβό νεύμα ευχαρίστησε τον κυρ-Αχιλλέα.Αχ!Αυτό
το φως… θύμιζε την Κύπρο το καλοκαίρι. Αχ! Τούτες οι λεμονιές…
έφερναν έστω και άθελά τους τη μυρωδιά του νησιού μας.
Ακόμα θυμάμαι τα ήσυχα ζεστά καλοκαιρινά βράδια στη
Λάρισα όταν καθόμαστε στη βεράντα κι ανασαίναμε τ’ αρώματα που
έφερνε η νυχτιά … Ήταν η ώρα της Σιωπής!
Μας κέρδισε τούτη η πόλη. Μας κέρδισαν και οι φιλόξενοι
άνθρωποί της. Κάθε απόγευμα- όταν τελειώναμε τα μαθήματα- ο κυρ-
Αχιλλέας με τη γυναίκα του, κυρία Ευρυδίκη μας περίμεναν για να μας
δείξουν τα μυστικά ενός ωραίου κήπου. Τον κυρ-Αχιλλέα, τον λέγαμε
αλλιώς πειραχτικά ‘’Περιβολάρη’’. Μα δεν παρεξηγούνταν, μονάχα
γελούσε κι έλεγε: «- Δεν θες μπρε να γίνεις και συ σαν κι εμένα
περιβολάρης ΑΆΆ΄; Όταν γυρίσεις στα μέρη σου θα χρειαστεί να
ξαναφτιάξεις τον κήπο σου!» και δαγκώνονταν αμέσως γιατί η κυρία
Ευρυδίκη του ‘ριχνε ματιές – σαϊτιές που με στενοχώρησε, άθελά του,
θυμίζοντας με τα χώματα της πατρίδας μου. Κι έτρεχε στο πιο κοντινό
ζαχαροπλαστείο να φέρει χαλβά φαρσαλινό να φάω για να περάσει η
στενοχώρια.
«- Να ελπίζετε», παρηγορούσε τη μητέρα μου η κυρία Ευρυδίκη
κρατώντας σφιχτά το χέρι της , «Η ελπίδα και η πίστη στο Θεό κρατούν
22. όρθιο τον άνθρωπο». Συμφωνούσε η μάνα μου καιαναθαρρούσε
από τις ευλογημένες κουβέντες.
Εκεί τέλειωσα το λύκειο έχοντας ένα όνειρο. Να σπουδάσω
γιατρός και να βοηθήσω κάποια στιγμή τους συμπατριώτες μου στην
Κύπρο που τόσα δεινά έπαθαν όλα αυτά τα χρόνια. Και στη Λάρισα
μπορείνα μη δούλεψα στα αμπέλια, για να ‘χω χρόνο να διαβάζω, αλλά
έμαθα να φτιάχνω σκιάχτρα για να φοβίζουν τα πουλιά που τρώνε τα
σταφύλια. «Μάθε τέχνη κι άστηνε κι άμα πεινάσεις πιάστηνε» έλεγε σ’
όλα τα παιδιά ο κυρ – Αχιλλέας. Γελούσαμε εμείς. Τι θέλαμε όλα τα
παιδιά ήκαλύτερα τιθέλουν πάντα τα παιδιά; Καλοσύνηκιαγάπηγια να
αισθάνονται ασφαλή!
Ασφάλεια!Λέξη απεριόριστη. Θα σας πω γιατί. Παρασκευή
μεσημέρι.Πέρασα από το ταχυδρομείο όπως πάντα, για να δωαν είχαμε
κάποιο γράμμα. Κάποιο νέο για τον πατέρα. Πήγα βέβαια κακόκεφος
γιατί ήξερα πως ο ταχυδρόμος θα κουνούσε αρνητικά το κεφάλιτου και
θα συνέχιζε αδιάφορα τη δουλειά του. Όμως είχα άδικο! Υπήρχε ένα
γράμμα για μας, με αποστολέα μια κρατική υπηρεσία της Αθήνας.
Πετώντας πήγα στη μάνα μου! Τη βρήκα καθισμένη χάμω, να ‘χει στα
γόνατά της ένα κόκκινοβελούδινοκουτάκικαινα κοιτά δακρυσμένη,μια
ασπρόμαυρη φωτογραφία του πατέρα.
«- Μάνα, μάνα!» είπα πέφτοντας από τη φόρα που είχα.
«-Μα ήντα μπου συμβαίνει γιόκα μου; Έγινεν κάτι; Έπαθες
τίποτα;», είπε ανήσυχηκαι έβαλε ξανά τη φωτογραφία μέσα στο κουτί.
« Όϊ μάνα μου! Έχουμε γράμμα από την Αθήνα. Είναι για τον
πατέρα. Ακούς μάνα; Για τον πατέρα!!!» Εκείνη την ώρα την είδα να
ανοίγειξανά το κουτί καινα βρίσκειένα κλειδί. Δεν μίλησε. Το πήρε στα
χέρια της, το φίλησε και το ξανάβαλε απαλά μέσα.
Η Αθήνα μας καλούσε. Τα νέα για τον πατέρα είχαν αργήσει
αλλά η υπομονή μας είχε κερδίσει το στοίχημα του χρόνου.
23. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Πήραμε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και πήγαμε στην Αθήνα. Εκεί
ρωτήσαμε και μας είπαν για ένα φθηνό ξενοδοχείο στο Αιγάλεω για να
διανυκτερεύσουμε. Πήραμε το αστικό και φθάνοντας στο ξενοδοχείο
χωρίς να βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας, πέσαμε για ύπνο γιατί
ήμασταν πολύ κουρασμένοι.
Την επόμενημέραπρωίπρωί, πήγαμε να πάρουμετο γράμμα από
την πρεσβεία της Κύπρου. Το ανοίξαμε με χέρια τρεμάμενα και μέσα
έγραφε να έρθετε στην Κύπρο γιατί έχουμε νέα πουσας ενδιαφέρουν.Η
καρδιά μας άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πήγαμε τρέχοντας σε ένα
ταξιδιωτικό γραφείο καιζητήσαμε αεροπορικά εισιτήρια για Κύπρο. Είχε
δύο τελευταία για το επόμενο πρωί. Τα αγοράσαμε με τα χρήματα που
είχαμε μαζί μας και γεμάτοι συγκρατημένη αισιοδοξία πήγαμε για
φαγητό.
Όλη την υπόλοιπη ημέρα την περάσαμε στο ξενοδοχείο. Δεν
μπορούσαμε να κάνουμε βήμα, ονειρευόμασταν την ώρα που θα
μπούμε στο αεροπλάνο. Από μικρός ονειρευόμουν να έρθωστην Αθήνα
να δω τα τόσα πολλά μουσεία, την Ακρόπολη, τον Λυκαβηττό και τώρα
που ήμουν εδώ δεν είχα το κουράγιο να πάω πουθενά. Βγήκα στο
μπαλκόνιμου και είδα στα δεξιά μου το όρος Αιγάλεω, που καθόταν ο
Ξέρξης και έβλεπε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και στα αριστερά μου
φαινόταν λίγο, εξαιτίας του νέφους, ο Παρθενώνας.
Οι ώρες μέχρι το πρωί κύλησαν πολύ αργά. Ούτε εγώ ούτε η
μητέρα μου δενκλείσαμεμάτι όλητη νύχτα. Επιτέλουςο ήλιος άρχισενα
ξεπροβάλει. Ετοιμαστήκαμε, πληρώσαμε το ξενοδοχείο μας και πήραμε
το λεωφορείο για το αεροδρόμιο. Η ώρα που θα μπαίναμε στο
αεροπλάνο για την πατρίδα είχε φτάσει….
Άραγε θα ήταν ευχάριστα τα νέα που θα μαθαίναμε εκεί;
24. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Αεροπλάναάλλη μια κατασκευήτου Ανθρώπου, άλλη μια μίμηση
της φύσης. Μεγάλα άσπρα αεροπλάνα που φέρνουν τους ανθρώπους
κοντά, ενώνουν οικογένειες, σαν μεταναστευτικά πουλιά που
μεταφέρουν τα πιο αδύναμα σ’ ένα καλύτερο αύριο. Μαύρα αεροπλάνα
σαν όρνια που απ’ τα σπλάχνα τους ξερνούσαν αλεξιπτωτιστές-
στρατιώτες του κατακτητή μαυρίζοντας τον ουρανό και τις ψυχές μας.
Κάθε φορά που ακούγεται ήχος αεροπλάνου η μάνα μου τρέχει
πανικόβλητη,ναγλιτώσειαπόέναμηορατό κίνδυνοπουτηνκαταδιώκει.
Τώρα στέκεται στην αίθουσα αναμονής μπροστά από την τζαμαρία και
τα κοιτάει παγωμένη. Την πλησιάζω…
- Τι σε βασανίζει μάνα;
- Φοβάμαι γιέ μου! Θα ΄ναι για καλό; Τι θα μας πουν για τον πατέρα
σου; Θα τον δούμε;, Ζει; Τι θα πέρασε; Ωχ! Θεέ μου δώσε μας δύναμη!
Αδύνατο να βρω ηρεμία, τα ερωτήματα της βούιζαν στο κεφάλι μου. Τι
να της έλεγα; Πως φοβόμουν κι εγώ, πως ένιωθα μικρός ; Πως έγινα πάλι
εκείνο το αγόρι που στεκόταν και κοίταζε με αγωνία έξω από το
παράθυροναδειτονπατέραναγυρίζειαπότηδουλειάγια νατρέξειστην
αγκαλιά του φωνάζοντας Ήρθεεεεεε!Αλήθεια πόσο μου έλειψε εκείνη
η αγκαλιά.
Φθάσαμε, ηαπότομη προσγείωσημε επαναφέρειστο σήμερα. Γυρνάω
προς τη μάνα μου. Κρατάει το κόκκινο βελούδινο κουτάκι, βγάζει το
κλειδί και μου το δίνει.
-Πάρ΄ το γιε μου να ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού μας.
Δε μίλησα έγνεψα καταφατικά. Έπρεπε να σεβαστώ την επιθυμία της.
Βγήκαμε από το αεροδρόμιο καιπήραμε ένα ταξί. Ο ήλιος έκαιγε , αλλά
ήταν αδύνατο να ζεστάνειτις καρδίες μας. Κοίταζα έξωαπ’ το παράθυρο
όλα έμοιαζαν τόσο οικεία και την ίδια στιγμή τόσο ξένα! Είχα την
αίσθηση πως άνηκα εδώ και όμως ήταν σαν να έβλεπα αυτό τον τόπο
πρώτη φορά.
Μια πατρίδα τόσο γνώριμη και τόσο ξένη. Πήραμε μια στροφή και
μπροστά μας ξεπρόβαλε ένα σπιτάκι σαν το δικό μας, άθελά μου
έσφιξα στην τσέπη μου το κλειδί, σφίχτηκε και η καρδία μου. Από μέσα
έβγαινε μια οικογένεια όπως τη δικιά μας οικογένεια πριν την εισβολή.
Η εικόνα αυτή μαχαιριά στην καρδιά μου. Η δική μας οικογένεια
χωρίστηκε και πήρε το δρόμο του ξεριζωμού. Η μητέρα μου, γύρισε
προς το μέρος μέρος μου με μια ματιά όλο συμπόνια και κατανόηση.
25. Πηγαίναμε στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους.
Φθάνοντας εκεί η υπεύθυνημας ενημέρωσε ότι έχουν εντοπίσειένα
άντρα,ο οποίοςεικάζουνπως είναιο πατέρας μου. Από στιγμήσε στιγμή
θα ερχόταν για ταυτοποίηση γενετικού υλικού. Όπως μας εξήγησαν ο
άντραςαυτόςείχε πιαστείαιχμάλωτος.Τον είχανστείλειμαζίμε πολλούς
άλλους σε φυλακές στην Τουρκία. Επέστρεψε στην Κύπρο δέκα χρόνια
μετά. Δυστυχώς όμως έχασε τη μνήμη του και δεν είχε χαρτιά που να
πιστοποιούν την ταυτότητα του. Έπρεπε να φτιάξει τη ζωή του από την
αρχή, το μόνο που θυμόταν ήταν να καλλιεργείτη γη. Έτσι βρέθηκε σε
ένα χωρίο έξω από τη Λεμεσό την Ασγάτα. Οι κάτοικοι του χωριού
φιλόξενοι τον καλοδέχτηκαν κα έγινε ένας από αυτούς. Τον τελευταίο
καιρό βασανιζόταν από μνήμες πουεπανέρχονταν εικόνες , στιγμές από
την Κερύνεια τον καλούσαν. Ένας φίλος του τον πήρε στην επιτροπή
αγνοουμένων με την ελπίδα να βρει τους δικούς του.
Στο θάλαμο αναμονής ηκαρδιά μου κόντευε να σπάσειαπό την αγωνία.
Η μητέρα μουέσφιγγε στα χέριατης το κόκκινοβελούδινοκουτάκιμετην
ασπρόμαυρηφωτογραφία του πατέρα. Κάθε λεπτό πουπερνά μαρτύριο
ελπίδας που μπορεί να διαψευσθεί.
Η πόρτα ανοίγει ένας ηλικιωμένος άντρας μπαίνει. Το βλέμμα του
περιεργάζεταιτοχώροκαισταματά σεμένα.Με κοιτάειεπίμονα,ηματιά
του γίνεται πιο έντονη, σταματάει πάνωαπό το φρύδι μου, σημάδι από
τραύμα, παράσημο των παιδικών μου σκανδαλιών. Πόσο είχαν φοβηθεί
οι γονείς μου τότε, είχα χάσειπολύαίμα , ένας Θεός ξέρει πως γλίτωσα.
- Κύριε Αντρέα ελάτε! Φώναξε η υπεύθυνη.
Όμως δεν την ακούει, το βλέμμα του προς εμένα γίνεται όλο και πιο
βαθύ. Φέρνει απαλά το χέρι του στο μέτωπο μου και ακουμπάει το
σημάδι.
-Γιόκκα μου, πρόσεχε παιδίμου!Έναν σε έχω, τζιαν σε χάσωτιθα κάμω;
Το κορμί μου τρέμει, αυτό το άγγιγμα , αυτή τη φωνή τόσο γνώριμα!
-Πατέρα !
Η μάνα μου κλαίει με αναφιλητά , μετά από τόσα χρόνια κλαίει από
χαρά. Η οικογένεια μας ενώθηκε ξανά! Υπάρχουν πληγές, κενά να
γεμίσουμε και τόσα να πούμε. Δεν έχουμε το σπίτι μας, όμως έχουμε
θέληση να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε από την αρχή τη ζωή μας.
Αρχίζουμενα κάνουμεκαιπάλιόνειρα.Ποιος ξέρειαφού ηοικογένεια
μας ενώθηκε ίσως η ώρα που θα ενωθεί η μοιρασμένη μας πατρίδα να
26. μην αργεί. Θα υπάρχουν πληγές, τραύματα να επουλωθούνε. Με καλή
θέληση μπορούμε να πετύχουμε πολλά…
27.
28. Το προσφυγόπουλο είναι περίπου 10 χρονών όταν γίνεται η
εισβολή στην Κύπρο (20/7/1974).
Για έναν περίπουχρόνο ζει στα Χανιά και δύο στα Γιάννενα, όταν
και τελειώνει το δημοτικό.
Στη συνέχειαπηγαίνεισταΓρεβενάόπουτελειώνειτογυμνάσιοκαι
στη Λάρισα τελειώνειτο λύκειο. Όνειρό του είναι να σπουδάσεικαι να
γίνει γιατρός για να προσφέρει στον τόπο του.
Μετά από ένα γράμμα που λαμβάνουν από τις υπηρεσίες της
πρεσβείας μαθαίνουν ότιέχουν εντοπίσειένα άντρα, ο οποίος εικάζουν
πως είναι ο πατέρας του.
Η ώρα για την επιστροφή στην πατρίδα είχε φτάσει….