1. http://36dimotiko.blogspot.com
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ (1867-1934)
Υπάρχουν πολλές απόψεις για τη χρονολογία και τον τόπο γέννησης του Θεόφιλου.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη γεννήθηκε το 1867 στη Βαρειά της Μυτιλήνης. Ήταν το
πρώτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας του Γαβριήλ Κεφάλα, υποδηματοποιού, και της
Πηνελόπης, κόρης του αγιογράφου Κωνσταντή Ζωγράφου ή Χατζημιχαήλ. Η
βραδυγλωσσία, η αριστεροχειρία και η γενικότερη δυσκολία του στο σχολείο ώθησαν τους
γονείς του να τον στρέψουν σε κάποιο χειρωνακτικό επάγγελμα, παρά την κλίση που
εκδήλωσε από νωρίς για τη ζωγραφική.
Σε ηλικία δεκαπέντε ή δεκάξι χρόνων φεύγει για τη Σμύρνη, όπου, σύμφωνα με τα
λεγόμενά του, εργάζεται ως «θυροφύλαξ-καβάσης» στο Ελληνικό Προξενείο. Δεν έχουν
σωθεί δείγματα της δουλειάς του από την περίοδο της Σμύρνης, όπου, όπως μαρτυρείται,
κέρδισε τα πρώτα του χρήματα από τη ζωγραφική. Την εποχή εκείνη επίσης αναφέρεται πως
ξεκινά τις θεατρικές παραστάσεις του δρόμου, δραστηριότητα που θα την επαναλάβει και
κατά την παραμονή του στη Θεσσαλία. Οργάνωνε σε αυτοσχέδια θεατρική ομάδα τα παιδιά
από τις φτωχογειτονιές, τα έντυνε Μακεδόνες μαχητές και, ντυμένος και ο ίδιος
Μεγαλέξανδρος, έδινε μαζί τους επικές μάχες έναντι αντιτίμου.
Από τη Σμύρνη αναγκάζεται να φύγει μετά από κάποιο επεισόδιο με τις τουρκικές
αρχές. Πηγαίνει στην Αθήνα, όπου προσπαθεί να καταταγεί εθελοντής στον πόλεμο του
1897, και καταλήγει στη Θεσσαλία, όπου τελικά, πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενά του,
παίρνει μέρος στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού. Θα παραμείνει για 30 περίπου
χρόνια στο Βόλο και στα γειτονικά χωριά (με μια μικρή διακοπή γύρω στο 1909), παρά την
κακή υποδοχή που του επιφυλάσσουν οι κάτοικοι. Η εμφάνισή του με τη φουστανέλα ή τη
στολή του Μεγαλέξανδρου, τα παράφωνα τραγούδια του όταν ζωγράφιζε και η ιδιόρρυθμη
συμπεριφορά του τον έθεσαν γρήγορα στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας.
Εξασφάλιζε τα προς το ζην ζωγραφίζοντας τοίχους καφενείων, ταβερνών, μαγαζιών
και σπιτιών, αλλά και φορητά έργα. Το πρώτο χρονολογημένο έργο του που βρέθηκε στην
περιοχή ήταν μια αυτοπροσωπογραφία του με τίτλο «Θεόφιλος ζωγράφος και άλλοτε
οπλαρχηγός και θυροφύλαξ εν Σμύρνη 1899». Ανάμεσα στα οικήματα που τοιχογραφεί
ιδιαίτερη θέση κατέχει το σπίτι του προστάτη του Γιάννη Κοντού στην Ανακασιά του Άνω
Βόλου, ένα από τα λίγα που σώζονται από την περίοδο αυτή. Από το 1925 και μετά την
εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, ζωγραφίζει τις παράγκες τους και τα
2. μαγαζιά τους με επιγραφές και παραστάσεις. Πρόκειται για μια παραγωγή που εξαφανίστηκε
από την πυρκαγιά του 1939, ενώ οι σεισμοί του 1955 ήρθαν να συμπληρώσουν την
καταστροφή του έργου του Θεόφιλου στη Θεσσαλία.
Το 1927 επιστρέφει στη Μυτιλήνη, όπου θα συνεχίσει να κάνει ό,τι έκανε και στο
Πήλιο: να τριγυρνά από χωριό σε χωριό φορώντας τη φουστανέλα του και να ζωγραφίζει
τοίχους σπιτιών και μαγαζιών έναντι ταπεινής αμοιβής.
Το 1925 ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος, σε ένα ταξίδι του στο Βόλο,
ανακαλύπτει τοιχογραφίες του Θεόφιλου στο φούρνο του Αθανάσιου Ζαρίκου. Ο
Βολιώτης φωτογράφος Κώστας Ζημέρης αποτυπώνει την παραγγελία του Γουναρόπουλου
και ο Γουναρόπουλος δείχνει τις φωτογραφίες στον τεχνοκρίτη Στρατή Ελευθεριάδη
(Tériade), ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την καλλιτεχνική αναγνώριση του Θεόφιλου.
Μετά τη συνάντησή τους το 1929 στον κοινό γενέθλιο τόπο, ο Tériade θα
εξασφαλίσει στον Θεόφιλο τη διαβίωση και τα μέσα να συνεχίσει τη δουλειά του,
κάνοντάς του ταυτόχρονα μια μεγάλη παραγγελία για μια μελλοντική έκθεση στο Παρίσι. Το
διάστημα από τη συνάντησή του με τον Ελευθεριάδη μέχρι το θάνατό του το 1934 –δυο
μόλις χρόνια μετά το θάνατο της αγαπημένης του μητέρας– μοιάζει να είναι και η πιο
ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του. Το ενδιαφέρον του Tériade για το έργο του δεν του
επιτρέπει μόνο να συνεχίζει ανενόχλητος τη ζωγραφική του, αλλά τον κάνει να νοιώθει την
ικανοποίηση πως κάποιος επιτέλους παίρνει τη δουλειά του στα σοβαρά.
Το 1976 το ελληνικό κράτος χαρακτηρίζει το έργο του Θεόφιλου ως «έργο
ειδικής κρατικής προστασίας» σύμφωνα με το Νόμο 1469/50 «περί ειδικής κατηγορίας
οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830», αναγνωρίζοντας και επίσημα
την αξία ενός καλλιτέχνη που το έργο του το είχε ήδη αγκαλιάσει η γενιά του ’30. Πριν όμως
από την επίσημη αναγνώριση από την πολιτεία, η ανακάλυψή του από τον Γουναρόπουλο το
1925, η συνάντησή του με τον Tériade το 1929, το άρθρο του Κώστα Ουράνη το 1930 («Στο
φωτεινό Αρχιπέλαγος», Ελεύθερον Βήμα), η μελέτη του Κίτσου Μακρή το 1939 (Ο
ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο), οι εκθέσεις στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας το 1947
και στο Musée des Arts décoratifs, στο Λούβρο, το 1961 και η ανέγερση του Μουσείου
Θεόφιλου από τον Tériade στη Βαρειά της Μυτιλήνης το 1964 είχαν ήδη συντελέσει στη
σταδιακή καταξίωση του έργου του Θεόφιλου.