2. Ο Φεμινισμός είναι μια συλλογή κοινωνικών θεωριών, πολιτικών
κινήσεων και ηθικών φιλοσοφιών, σε μεγάλο βαθμό παρακινούμενη από
ή αναφερόμενη σε εμπειρίες γυναικών, ιδιαίτερα σε σχέση με την
κοινωνική, πολιτική και οικονομική τους κατάσταση. Ως κοινωνικό
κίνημα, ο φεμινισμός εστιάζεται κατά πολύ στον περιορισμό ή εξάλειψη
της φυλετικής ανισότητας και στην προώθηση των δικαιωμάτων, των
συμφερόντων και των ζητημάτων των γυναικών στην κοινωνία.
3. Ο φεμινισμός ως φιλοσοφία και κίνημα με την σύγχρονη έννοια μπορεί να
χρονολογηθεί από τον Διαφωτισμό με στοχαστές όπως οι Λαίδη Mary Wortley
Montagu και Μαρκήσιος de Condorcet, υπέρμαχοι της γυναικείας εκπαίδευσης.
Η πρώτη επιστημονική κοινότητα για γυναίκες ιδρύθηκε στο Μίντελμπουργ, μια
πόλη στα νότια της Ολλανδίας, το 1785. Την ίδια περίοδο έγιναν επίσης
δημοφιλείς εφημερίδες για γυναίκες που εστίαζαν σε θέματα όπως η επιστήμη. Η
“Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας’’της Mary Wollstonecraft του 1792,
είναι ένα από τα πρώτα έργα που μπορούν αναμφίβολα να αποκληθούν
φεμινιστικά.
4. Ο φεμινισμός έγινε ένα οργανωμένο κίνημα τον 19ο αιώνα καθώς όλο και
περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν πως οι γυναίκες υφίστανται άδικη
μεταχείριση. Το φεμινιστικό κίνημα ριζώθηκε στο προοδευτικό κίνημα και
ιδιαίτερα στο μεταρρυθμιστικό κίνημα του 19ου αιώνα. Πολλές χώρες άρχισαν
να παραχωρούν δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες στα πρώτα χρόνια του 20ου
αιώνα, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα
πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο. Οι λόγοι γι’ αυτό ποικίλουν, αλλά
συμπεριελάμβαναν μια επιθυμία για αναγνώριση των συνεισφορών των
γυναικών στον πόλεμο και τη δουλειά τους στη βιομηχανία και παντού στην
έλλειψη ανδρών, ενώ επηρεάστηκαν και από την ρητορική και των δύο πλευρών
εκείνη την εποχή για να δικαιολογήσουν τις πολεμικές τους προσπάθειες.
5. Ο φεμινισμός πρώτου κύματος αναφέρεται στο φεμινιστικό κίνημα του
19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Ο όρος δε χρησιμοποιήθηκε κατά
τη διάρκεια του κινήματος - επινοήθηκε μεταγενέστερα, αφού είχε
ξεκινήσει να χρησιμοποιείται ο φεμινισμός δεύτερου κύματος για να
περιγράψει ένα νεότερο κίνημα.
Το πρώτο κύμα του φεμινισμού εστίαζε πρωταρχικά στη νομοθετική
κατοχύρωση στοιχειωδών δικαιωμάτων για τις γυναίκες, με αιχμή του
δόρατος τη συμμετοχή στις εκλογές. Από το τελευταίο, οι
υποστηρίκτριες του κινήματος ονομάστηκαν σουφραζέτες (από την
αγγλική λέξη suffrage που σημαίνει το δικαίωμα ψήφου).
6. Ο όρος «σουφραζέτα» προέρχεται από τη λέξη «suffragist», που δηλώνει τον
υποστηρικτή του «suffrage», δηλαδή του δικαιώματος ψήφου. Οι σουφραζέτες
διεκδικούσαν τη συμμετοχή στα κοινά και ίση μεταχείριση με τους άντρες. Ο
όρος «suffragist», όμως, είναι γενικότερος και αναφέρεται σε μέλη κινημάτων
που υποστηρίζουν το δικαίωμα ψήφου, ασχέτως αν πρόκειται για ριζοσπαστικά ή
συντηρητικά κινήματα ή αν το δικαίωμα ψήφου αφορά άντρες ή γυναίκες. Οι
σουφραζέτες ήταν συνήθως γυναίκες από τη μεσαία τάξη, με επισφαλή
κοινωνικοοικονομική κατάσταση, οι οποίες επιθυμούσαν να βελτιώσουν τις ζωές
τους. Ο αγώνας για κοινωνική αλλαγή, σε συνδυασμό με το έργο υπέρμαχων των
δικαιωμάτων των γυναικών όπως ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, προετοίμασαν την
εμφάνιση ενός κινήματος, στο οποίο συσπειρώθηκαν μαζικά γυναίκες που
διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου. Ο Μιλ εισήγαγε πρώτη φορά την ιδέα του
δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες σε σχετική προκήρυξη που παρουσίασε στο
βρετανικό εκλογικό σώμα το 1865. Η Νέα Ζηλανδία ήταν η πρώτη
αυτοδιοικούμενη χώρα που εκχώρησε ψήφο στις γυναίκες, όταν το 1893
επιτράπηκε σε όλες τις γυναίκες άνω των 21 να ψηφίσουν στις κοινοβουλευτικές
εκλογές.
7. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι κάποιες από τις ενέργειες των σουφραζετών
ήταν επιζήμιες για τους σκοπούς τους. Όσοι τάσσονταν κατά του κινήματος
υποστήριζαν πως δεν έπρεπε να δοθεί δικαίωμα ψήφου στις σουφραζέτες, επειδή
ήταν υπερβολικά συναισθηματικές και ανίκανες για ορθολογική σκέψη, σε
αντίθεση με τους άντρες. Στήριζαν μάλιστα το επιχείρημά τους στις βίαιες και
επιθετικές δράσεις των γυναικών του κινήματος. Το 1912 ήταν μια κομβική
χρονιά για τις σουφραζέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς υιοθέτησαν πιο
επιθετικές τακτικές. Μεταξύ άλλων, αλυσοδένονταν σε κιγκλιδώματα, έβαζαν
φωτιά σε γραμματοκιβώτια, έσπαγαν παράθυρα και σε ορισμένες περιπτώσεις τα
τοποθετούσαν εκρηκτικούς μηχανισμούς. Ο τότε πρωθυπουργός, Χ. Χ. Άσκουιθ
ήταν έτοιμος να υπογράψει ένα νομοσχέδιο που εκχωρούσε δικαίωμα ψήφου στις
γυναίκες άνω των 30, με τον όρο να είναι παντρεμένες με σύζυγο που είχε
περιουσιακά στοιχεία ή να έχουν οι ίδιες περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο,
υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή, ανησυχώντας πως οι γυναίκες θα τον
καταψήφιζαν στις επόμενες γενικές εκλογές και θα εμπόδιζαν το κόμμα του
(Φιλελεύθεροι) να μπει στη Βουλή.
8. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σημειώθηκε έλλειψη ικανών και
αρτιμελών αντρών, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να αναλάβουν πολλούς παραδοσιακά
αντρικούς ρόλους. Η εν λόγω εξέλιξη κατέδειξε τις νέες δυνατότητες των γυναικών.
Λόγω του πολέμου σημειώθηκε επίσης μια ρήξη εντός του κινήματος των
σουφραζετών της Βρετανίας, με την κύρια πτέρυγα, που εκπροσωπούσαν η Έμμελιν
Πάνκχερστ και η κόρη της, Κρίσταμπελ, να καλεί σε παύση της εκστρατείας καθ’ όλη
τη διάρκεια του πολέμου, ενώ πιο ριζοσπαστικές σουφραζέτες, όπως η άλλη κόρη της
Έμελιν, Σίλβια Πάνκχερστ , που εκπροσωπούσε την Ομοσπονδία του Δικαιώματος
Ψήφου των Γυναικών, συνέχισαν τον αγώνα.Η Εθνική Ένωση των Εταιρειών του
Δικαιώματος Ψήφου στις Γυναίκες συνέχισε την εκστρατεία την περίοδο του Πρώτου
Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ προχώρησε και σε συμφωνίες με την κυβέρνηση
συνασπισμού. Στις 6 Φεβρουαρίου 1918, πέρασε η Νομοθετική Πράξη της
Εκπροσώπησης των Πολιτών, η οποία εκχωρούσε δικαίωμα ψήφου σε γυναίκες άνω
των 30 που πληρούσαν τα ελάχιστα κριτήρια περιουσίας. Περί τις 8,4 εκατ. γυναίκες
απέκτησαν δικαίωμα ψήφου. Το Νοέμβριο του 1918, πέρασε η Νομοθετική Πράξη
της Εκλεξιμότητας των Γυναικών, εκχωρώντας στις γυναίκες το δικαίωμα της
εκλογής στη Βουλή. Η Νομοθετική Πράξη Εκπροσώπησης του 1928 επέκτεινε το
δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 21, εξισώνοντας έτσι οριστικά το δικαίωμα
ψήφου μεταξύ αντρών και γυναικών.