SlideShare uma empresa Scribd logo
1 de 28
Baixar para ler offline
Γιώργος σ. Κόκκινος
¨Μέσα στον έρημο σταθμό/ πάνε και
έρχονται τα τρένα..¨
εικονες σιδηροδρομου τσιγαρας δ. - blogger
(…θα το πάρω στο ταξίδι κολατσιό μου…!)
© 2017 - Επιτρέπεται οποιαδήποτε αναδημοσίευση του παρόντος με αναφορά στον δημιουργό του..
Ποίηση (σχεδόν!) μισού αιώνα (παρά μία Δεκαετία..)
~~~
Αγαπημένο μου παιδί,
κόρη μου εσύ χαριτωμένη, φτερωτή
μπορεί να έκλεισες τα χρόνια σου τα έξι
μπορεί να έχασες τον φίλο που είχες χρόνια
μα να προσέχεις κοίτα, πάντα τον εαυτό σου
-μη να βρεθούμε, σ’ ένα στρέμμα κάτω, υπόγειο-
εγώ σ’ αυτή τη φυλακή, σ’ έχω στον ώμο μου ίσα με έξι χρόνια
τρύπησαν ρούχα, παντελόνια και εσώρουχα
μα οι βαθιές αγάπες λένε δεν τρυπιούνται
όσο περνούν τα χρόνια…
φοβάμαι κάποιες μου φορές
εκεί που στέκω αδύναμος κι ανήμπορος και μοναχός
φοβάμαι κάποιες μου φορές πως θα με ψάχνεις
θα στέκεις έτσι αγέρωχη και απαστράπτουσα
σαν άλλο αετόπουλο ψηλά για ν’ αγναντεύεις
κι εγώ πιο μόνος κι από σένα, πιο ταπεινός κι από πουλί
πιο ξεχασμένος κι από παλτό σε βεστιάριο
μα κι αν συμβεί το αναπάντεχο, θα ΄μαι χαρούμενος
-πιο μακριά η δική μου η ψυχή απ’ τη δικιά σου-
θα με παρηγορεί αν σε προσέχει η μαμά σου
και μ’ ευτυχία θα γελάω που δεν με ξέχασες
κι αν άλλαξες κελί…
εγώ λοιπόν, που τίποτα δεν πρόλαβα
μηδέ να ζήσω ένα κομμάτι απ’ τα όνειρά μου
σε φυλακή άλλο δε θέλω να πληγώνεσαι
στερνά θα φύγω, πριν να ματώσει η καρδιά μου
τραβάω στις πλάτες μου του κόσμου όλα τα κόμπλεξ
γι’ αυτό θεριέψαν τα δικά μου κι αγριέψανε
κι αν μόνος έμεινα, δίχως κανέναν συντροφιά μου
είναι γιατί αυτό τον κόσμο απαρνήθηκα στην αγκαλιά μου
κι από τη χώρα που με γέννησε και με τους στίχους μου ζωγράφισα
πληρώνοντας παράλληλα την καλοσύνη μου που χάρισα
κάτι ανείπωτες στιγμές γεμάτες δάκρυα
ήσουν εσύ που τρυφερά με τις φτερούγες σου με κάλυπτες
-κάτι ανείπωτες στιγμές απελπισίας-
ήσουν εσύ που την ελπίδα μου ζωντάνεψες
πριν σφραγιστούν και τα δικά μου μάτια
έχοντας το άλλο μου μισό για ν’ αρμενίζω
στους τεθλασμένους διαδρόμους που ζωγράφισα
όντας φτωχός, άνεργος κι άπορος και ξένος
αποξενώθηκα σα παραστρατημένος
σ’ αυτή τη χώρα που με γέννησε
πληρώνοντας -αδέκαρος, πεντάρφανος και παραμελημένος-
μαζί σου για παρέα μου, μα τόσο ευτυχισμένος
όσα δε φτάνει ο χάρτης…
χωρίς πατρίδα τώρα, ξένος
χωρίς πυξίδα σαν διαβάτης
-μηδέ ούτε ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου-
μονάκριβή μου και πρωτότοκη
χωρίς εσένα πού να πάω;
που θα βαδίσω, μη γνωρίζοντας
σ’ αυτό τον κόσμο που με πλάνεψε με τις «αξίες» του
χωρίς μια θέση ούτε στον ήλιο, ούτε στη θάλασσα
αγαπημένη φτερωτή μου εικόνα
-που θα βαδίσω, μη γνωρίζοντας-
ποιο είναι το χρώμα του νερού της θάλασσας
πριν πάρω πρώτος τη ροή του ποταμού κι όπου με πάει
βλέπεις, ούτε που άνοιξα το χάρτη
για να ορίσω πιθανή αφετηρία κι ένα σημείο προορισμού
-χωρίς πατρίδα κι εθνικότητα βαδίζω-
και μ’ αδειανές τις τσέπες, συλλογίζομαι και βρίζω
αν στη ζωή των ανθρωπίνων των πλασμάτων
υπάρχει ακόμα τόσο γκρίζο
που φτάνει για να βάψεις ουρανό…
...περνάει τη γέφυρα, το τρένο για Χαλκίδα
στο παραθύρι εσύ να με κοιτάζεις
ανήμπορος ο χειριστής να σταματήσει
κι απ’ τη βραχνή ντουντούκα
ο σταθμάρχης να φωνάζει
....
ίσα που πρόλαβα να δω τα μάτια σου
παίρναν το χρώμα του μελιού
όταν τα φίλαγα στον ήλιο
μόλις που άγγιξα τα τρυφερά σου χείλη
πέρασες πάνω απ’ το κορμί μου
σαν ταχεία στο φεγγαρόφωτο
θυμίζεις έρωτα, γλυκόφωτη ηλιαχτίδα
μεταλλικό νερό με άρωμα τριαντάφυλλο
θυμίζεις όνειρο αλλόκοτο, σαν καταιγίδα
που το μπουρίνι ξέσπασε πριν έρθει το Φθινόπωρο
δεν περιμένω έναν Οκτώβρη για να βγω απ’ τη φωλιά μου
μήτε που θέλω πια να δω, τα φύλλα της μουριάς
να κιτρινίζουν και να πέφτουν
το τρένο της αγάπης, άγγιξε Φθινόπωρο
μα στα μισά του δρόμου εκτροχιάστηκε και πάει
περνάει τη γέφυρα, το τρένο για Χαλκίδα
σε βλέπω να ‘χεις ντύσει τα μαλλιά σου με χρυσή ακτίδα
κι ένα κατάμαυρο μαντήλι
κι αυτές οι λέξεις που μιλάω τώρα, μαύρες είναι
μα περιμένω όλου του κόσμου το λευκό, να μας στολίσει
τουλάχιστον να δώσει κάποιο νόημα στις μαύρες μας ημέρες
ανήμπορος κι ο βιαστικός καιρός να σταματήσει...
…είμαι κουρασμένος σήμερα, μη μιλήσετε!
Βάδιζα, βάδιζα, βάδιζα με τις ώρες.
Κάποτε έφτασα, έχοντας διανύσει απανωτά χιλιόμετρα
εντελώς αναπάντεχα, ανέλπιστα, απρόσμενα, απροσδόκητα στην Ουτοπία.
Τη φανταζόμουν διαφορετική, τόσο που αναρωτήθηκα αν την ανακάλυψα.
Με διαβεβαίωσαν οι ιθύνοντες.
Έσκυβα, έσκυβα, έσκυβα, έσκαβα, έσκαβα, έσκαβα, έσκαγα, έσκαγα, έσκαγα, έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα,
έπεφτα, έπεφτα, έπεφτα, έφταιγα, έφταιγα, έφταιγα, έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα, έριχνα, έριχνα,
έριχνα, έφτανα, έφτανα, έφτανα, έχυνα, έχυνα, έχυνα με τις ώρες...
Ώσπου τελικά κατάλαβα πως βρέθηκα στη δύνη μιας μουν**** (σσσσσ, μη το πεις!)
Πω πω αδερφέ, τι μουν**** (σκάσε σου λέω) ήταν τούτη!
Μια υπέροχη συνεύρεση πολυτάλαντων νεανίδων, που ανέμιζαν μαγικά το θεϊκό τους κορμί,
καλυμμένο από μισοφόρια ξεπλυμένα, ξεβαμμένα, ξεσκισμένα, ξεσκονισμένα, ξεπεταγμένα,
ξεπαστρεμένα, ξεχασμένα, ξεπουλημένα, ξεχαρβαλωμένα, ξεκοιλιασμένα, ξεχειλωμένα,
ξεγυρισμένα, ξελιγωμένα τα μάτια όλων των αρσενικών παρευρισκόμενων τεκνών της μαγευτικής
Ουτοπίας.
Κι εγώ έμενα να κολυμπάω χαμένος μέσα στο χείμαρρό της να με παρασέρνει, τη μια από εδώ, την
άλλη από εκεί, τη μια από τ’ αστέρια και την άλλη απ’ το μουν**** (βούλωστο λέμε!) την άγνωστη
πλευρά του φεγγαριού της.
Είμαι κουρασμένος σήμερα, κοιμήθηκα χάλια, ξύπνησα μ’ ένα δυνατό πονοκέφαλο να με ζαλίζει όλη
τη μέρα, να με τρελαίνει, να με παρασέρνει στη δύνη της.
Πάλι με σκέφτεσαι φεγγαρένια μου;;;;
...θέλω να προσκυνήσω, μ’ ένα χλωμό φεγγάρι
όπως βαρούν τα τύμπανα, στους ήχους της καρδιάς
μιας χορωδίας φλόγα, να ‘μαι χορδή που σπάει
κι όλα τ’ αστέρια να ‘χουνε, το χρώμα της φωτιάς
θέλω η ζωή να στάζεται, στάλες απ’ τ’ άγγιγμά σου
με τ’ αλμυρά χαστούκια της, δάκρυα να μετράει
όπως τ’ αμπάρια σχίζονται, στα μακρινά πελάγη
και τα πανιά κυκλώνουνε το πλοίο και πετάει
απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω
κι η μουσική ακούγεται, στέρφα μονοκραυγή
φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με
λυσ’ τα μαλλιά σου, να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί
αχ πριγκηπέσσα να ‘νιωθε, το βλέμμα σου ο Βαρδάρης
τα μακρινά χιλιόμετρα, να ‘ταν μια σπιθαμή
κι απ’ τα φτερά εν’ αγέρι, να ‘ρχοταν να σε πάρει
στους μυθικούς ορίζοντες, που ‘καμα προσευχή
αχ πριγκηπέσσα γύρεψα, το μίσχο των χειλιών σου
λουλούδι μου πανέμορφο, παρθένο μου πουλί
κι αν τη ζωή μου ζήλεψα, να δώσω στη ζωή σου
με πλάνεψε ο Έρωτας κι επέστρεψα στη Γη
απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω
κι η μουσική ακούγεται, στέρφα μονοκραυγή
φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με
λυσ’ τα μαλλιά σου, να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί...
...έμεινα λειψός από ψυχή κι αισθήματα.
Τώρα ξέρω ν’ αγαπώ ό,τι μου έμαθες ν’ αγαπάω.
Μα μου λείπει ακόμα η φωνή σου, όπως μίλαγε και τριγύριζε γύρω-γύρω απ’ τ’ αυτιά μου.
Ζήσαμε κάτι έντονο είπες, που μόνο οι δυο μας γνωρίζουμε.
Μετά αντίο. Ήρθε ο Χειμώνας.
Είναι μάλλον ο πιο αργόσυρτος Χειμώνας που έχω ζήσει.
Τώρα κλαίω. Γιατί δεν έχω κάτι ωραιότερο να κάνω.
Τώρα τραβάω γραμμές σ’ ένα άδειο τετράδιο, προσπαθώντας να το γεμίσω.
Το χέρι δε βρίσκει τις λέξεις.
Το στόμα δε βρίσκει τα λόγια. Νιώθω άφωνος.
Είμαι μια στήλη άλατος, ένα άγαλμα που δεν μπορεί να κινηθεί.
Ένα κουφάρι, που δεν μπορεί να τρέξει να σ’ αγκαλιάσει όπου κι αν είσαι.
Τώρα η αγκαλιά μου δεν έχει χρώματα.
Όλα εκείνα τα κοριτσίστικα χρώματα που τη γέμιζαν.
Τι να κρατήσω για μένα;
Μονάχα το μαύρο μου έμεινε να φοράω.
Ζωγραφίζω καπνούς και τσιγάρα.
Δωμάτια νοσοκομείων στη μέση του πουθενά, με χειρουργημένους ασθενείς.
Με ορούς στα χέρια και σύριγγες στο κορμί τους.
Ζωγραφίζω το σήμερα σα να είναι η τελευταία μου μέρα.
Θα ‘θελα να την πέρναγα στην αγκαλιά σου.
Σ’ ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα, με μεγάλο κήπο, για να χωράει τις τριανταφυλλιές σου.
Ακόμα και τ’ όνομά μου το πήρες.
Ξέχασα πως με λένε.
Αισθάνομαι κατά καιρούς πως με φωνάζουν, αλλά τρέμω να γυρίσω το κεφάλι, μήπως συναντήσω το
παρελθόν μας τη στιγμή του αποχωρισμού.
Εμείς δεν κλάψαμε κοιτώντας ο ένας τα μάτια του άλλου στο αντίο μας.
Ξέρω πως έκλαψα, μέσα μου.
Κι όλες οι υπόλοιπες μέρες μου ήταν μουσκεμένες.
Εμείς δεν αφήσαμε ταυτόχρονα τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάτια, γι’ αυτό που μας περίμενε στη
γωνία.
Έγινε το “εμείς” ένα μοναχικό “εγώ” μέσα σε μια νύχτα.
Κι από μακριά το αποχαιρετούσαμε μ’ ένα αντίο, όπως ψυχορραγούσε.
Εμείς δεν κλάψαμε την ώρα που δίναμε στα χείλη το τελευταίο φιλί μας, πιστεύοντας σε κάποια
ελπίδα πως δε θα ‘ταν τελευταίο.
Μα έπρεπε να βγάλεις τα σκουρόχρωμα γυαλιά σου απ’ το πρόσωπο τη μέρα εκείνη, να δεις τα μάτια
μου.
Έλειπε το χαμόγελο απ’ τα χείλη μου.
Έλειπε γιατί το έπνιξα με τα δάκρυα.
Την ώρα που έβλεπα την αγάπη μας να πεθαίνει.
Να, γι’ αυτό ζωγραφίζω νοσοκομεία και σύριγγες.
Στον ύπνο μου βλέπω τις παιδικές μου ανάγκες.
Φαΐ απ’ την αγάπη σου.
Νερό απ’ τα χείλη σου.
Παραμύθι απ’ τη φωνή σου.
Αγκαλιά απ’ τα χέρια σου.
Και γαντζωμένος πάνω στο κορμί σου, να πηγαίνουμε βόλτες...
...τούτες οι μέρες είναι από ‘κείνες, όπου το δάκρυ δε διώχνει τις έγνοιες του.
Τούτες εδώ είναι ακίνητες, άλαλες.
Είναι ασάλευτες και χουχουλιάρες στη ζέστα του κρεβατιού.
Είναι οι χειρότερες μέρες του.
Φυλακισμένες σ’ ένα πέτρινο κάστρο, εσώκλειστες, δίχως παράθυρο.
Τώρα θ’ απλώσω τις μακριές κοτσίδες μου, ν’ ανέβει η πριγκίπισσα από τα μακριά μαλλιά μου.
Τα παραμύθια άλλαξαν κι οι εποχές αρρώστησαν.
Τα συνθήματα στους τοίχους χάθηκαν, όταν μιλούσαν για τον έρωτα.
Όλα σκαρτέψανε απότομα.
Μα εσύ ψηλά κι εγώ στα κάτεργα.
Που είσαι λατρεία μου;
Κι ετοιμάζω κοντσέρτο της νύχτας, για δύο λαβωμένες καρδιές κι έναν ανέλπιστο έρωτα.
Κρουστά θα πάλλονται στο κάλεσμά σου και τρομπέτες λύπης θα υφαίνουν τη μελωδία σου.
Μια βελονιά για τις παντοτινές, του έρωτα τις υποσχέσεις που δώσαμε.
Μια βελονιά που θα ματώνει τα κουφάρια μας στο στήθος απ’ την προδοσία.
Κι οι στίχοι να μιλούν για κάποιον τελειωμένο, όποιος κι αν είναι.
Τώρα μονάχα ως αντάλλαγμα μπορώ να φτιάξω εφιάλτες, αντί για κάστρα με ιππότες και άλογα.
Για να ξυπνάς απότομα και να πετάγεσαι απ’ τη θέση σου, να με θυμάσαι.
Τώρα μονάχα ως αντάλλαγμα μπορώ να γίνω ένας μικρός τυμπανιστής κι ένας δεινός Προκρούστης.
Να τριγυρνώ στις γειτονιές Χριστούγεννα μεσάνυχτα, σαν καλικάντζαρος, για να πουλάω σπίρτα
στους αγροίκους.
Και θα φορώ τα ξεσκισμένα μου εσώρουχα που τα ‘ραψες, αγαπημένη μου μελαγχολία.
Κυκλοφορεί στις φλέβες μου ο καρκίνος κι η νικοτίνη αντί νερού στο αίμα, με ποτίζει.
Τον διοχετεύω να ρέει στις λέξεις μου και ξεκουράζομαι σαν άγγελος πάνω στα σύννεφα.
Μου ‘ρχεται να ξεράσω.
Είμαι ο Γιώργος σας.
Ετών όσο θέλω εγώ.
Ξεκινώ τη γραφή με το χρώμα χακί.
Εν-δυο, εν-δυο, προσοχή.
Ένα από τα ατελείωτα Σαββατόβραδα με παροτρύνει να αγγίξω τις ευαίσθητες χορδές σας.
Να σας παίξω μια λυπητερή μελωδία, χωρίς αρχή και φινάλε.
Κάτι βαραίνει από τώρα την πλάτη μου.
Τύψεις. Που χαθήκατε τύψεις;
Που χαθήκατε ενοχές μου;
ψάχνω απεγνωσμένα για την ένοχη συνείδησή μου.
Γέρνω, βαραίνω, κρυώνω.
Κανείς δεν έρχεται να σκεπάσει την πλάτη μου...
...τώρα πετάνε γαντζωμένα στα φτερά πουλιών, τα μεσημέρια
ιδρώνει το ‘να απ’ τ’ αυτί και κλαίει απ’ τα μάτια
μα δε ρωτάει πόσος έμεινε καιρός για να μαζέψει τα κομμάτια
και τ’ άλλο μένει πίσω του, να ισιώσει το σκυφτό κορμί του
και στέλνει γράμματα και ραβασάκια ερωτικά
γεμάτα σχέδια με καρδιές κι άλλες καλλιγραφίες
να μη νιώθει μόνο. Κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά
έλα που τώρα σαραντάρισα
κι έχω κρατήσει εν’ αριθμό ταυτότητας να σε θυμάμαι
όπως σ’ έβλεπα να πνίγεσαι μέσα σε γράμματα
άλφα-ζήτα-μηδέν-επτά-επτά-εννιά-εννιά-μηδέν. Ουδέν
απ’ όξω πέρναγε η ταχεία των οκτώμισι
μα εσύ σαν πάντα, αργοπορούσες να τη φτάσεις
κι έμενα μόνος στο βαγόνι επιβάτης
.....
μου λένε τα χειλάκια σου πως θες φιλί
φιλί, που το φιλέψανε μ’ άλλα φιλιά οι φίλοι
φιλί που το φυλάγανε σε χρυσαφιά φαλτσέτα, χρόνους δεκαεπτά
Μανιάτες, Κρητικοί, Μεσσήνιοι έμποροι
Σαλονικείς και Πειραιώτες ναυτικοί τ’ ανάθρεψαν
κι αυτό μεγάλωσε και γίνηκε τεράστιο φιλί, σαν καραβιού προπέλα
έλα, μη μου ματώνεις, μη μου θυμώνεις, χαμογέλα
εγώ σταμάτησα μονάχα να σε δω, γιατί σε βρήκα όμορφη
και στην τιμή μου, δε θ’ αγγίξω ούτε τα ρούχα σου
- που λόγος για τ’ απόκρυφα σημεία της ψυχής σου; -
μια χάρη κάνε, σκούπισ’ τα μάτια σου
δεν ηρθ’ ακόμα η ώρα, να γεμίσουμε με δάκρυ το ποτάμι
να σαλπάρουμε
μπορούμε απλά να τιθασεύσουμε εν’ αγέρα
ή κάποιο ταπεινό υπερατλαντικό πουλί, να μας πετάξει
κι αν πάλι πέσουμε στη θάλασσα
θα ζώσουμε στη μέση μας σωσίβιο, τις χίλιες αναμνήσεις
που τις γεμίσαμε μαρτύριο και πίκρες απ’ τους χρόνους
που λίγο-λίγο κάθε αυγή, κεντούσαμε με δάκρυα
απ’ τους παλιούς μας έρωτες, που προκαλέσαν πόνους
κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά
κορίτσι έτοιμο να βγει στη ζητιανιά για λίγη αγάπη
κι εγώ ένας πρίγκιπας που ‘χε στα χέρια του χρυσό γοβάκι
να σε ψάχνω. Ακόμα ψάχνω
γιατί δε βρήκα που κοιμίζεις το κορμί σου όταν αφήνεις το ταξίδι
μήτε στο δρόμο, αν απλώνεις τα κομμάτια των ονείρων σου
σαν πέτρες, να μου φτιάξεις μονοπάτι
άκου λοιπόν κι ετούτο για να φύγω
- μπλεχτήκαμε στα παραμύθια -
κι όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου
όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια μου
κι αν θ’ ανταμώσουμε ποτέ, θα ‘ναι τα λόγια μετρημένα
άλφα-ζήτα-μηδέν-επτά-επτά-εννιά-εννιά-μηδέν. Ουδέν...
...είναι γαλάζια τα μάτια του Θεού απόψε και καστανόχρωμα τα δάκρυα.
Τα σύννεφα λευκά.
Είναι πολύχρωμο το φεγγάρι σήμερα, μάτια μου.
Ο ουρανός σου.
Ντομάτα, φέτα και ψωμί, ζαμπόν. Αντζούγιες, σέλινο, κρεμμύδι, σκόρδο.
Χωρισμένος στα οκτώ. 8.
Οκτώ η ώρα λέγαμε στο παρελθόν, να χτίσουμε το μέλλον μας. 8.
Οκτώ είμαστε όλοι κι όλοι.
Το μόνο που δεν πείραξα, είναι τα καστανά μαλλιά μου.
Κι έχουν μακρύνει, χύνονται σα λάβα από ένα ηφαίστειο που βράζει.
Οκτώ. Οκτώ ασπρόμαυρα κοκαλάκια για τα μαλλιά έχουν μείνει, να ετοιμάσω τις κοτσίδες μου, να τις
τραβήξω.
Τι σου’ λεγα;
Οκτώ η ώρα θα ‘ρθω να σε βρω...
(ολόκληρο..)
Άγχος, ακρίβεια, αποξένωση, πλήξη, βαρεμάρα, επιθυμία, λαχτάρα, προσμονή, φίλεμα, φιλί, λύπη,
καημός, πίκρα, δάκρυα, ανασφάλεια, υπερένταση, αρρώστια. SOS. SOS. Άνθρωπος στη θάλασσα.
Άνθρωπος στη θάλασσα. Η πένα είναι η πενία του πνεύματος. Θα προτιμήσω ξανά τον παλιό μου
μαύρο μαρκαδόρο. Τούτη που αγόρασα, γράφει χειρότερα κι από φτηνιάρικο μολύβι του
supermarket. Εκτός του ότι η γραφή της είναι θολή σα λιμνάζον ύδωρ, παχιά σαν πρασινόμυγα του
Αυγούστου, αδιευκρίνιστη, άχαρη, απρόσωπη, χωρίς λογική συνέχεια και γεμάτη ανακολουθίες,
χύνει θαμπό μελάνι απ’ την αμπούλα και θυμίζει κάτι σε νοτισμένο τζάμι στην καταιγίδα. Ελαφρύ
blue, σαν τα γαλανά Ισπανικά μάτια σε μια καταγάλανη παραλία του Ειρηνικού. Σχώρα με. Δε βρήκα
μαρκαδόρο που να με εκφράζει για να σου γράψω το τελευταίο γράμμα. Ανυπομονώ να το
διαβάσεις. Ν’ ανοίξεις το φακελάκι βεβιασμένα, να ρουφήξεις το περιεχόμενο σε κλάσματα του
δευτερολέπτου, όπως έκανες και μπροστά μου. Αλήθεια, πως έμαθες να διαβάζεις τόσο γρήγορα και
να απαντάς αυτόματα μ’ ένα φιλί στο στόμα; Θα μου πεις; Είναι γαλανά τα μάτια του Θεού απόψε
και το χρώμα των λέξεών μου το ίδιο γαλάζιο. Δε ζητώ τίποτα περισσότερο σήμερα. Λυπήσου με.
Αρκεί μονάχα μια γραμμή του μολυβιού σου, σαν απάντηση. Η ευθεία γραμμή θα σημαίνει πολλά. Η
τελεία θα αποκλείει το παραπάνω ενδεχόμενο. Τόσο απλά. Άλλαξα κάποιες από τις συνήθειές μου το
τελευταίο διάστημα. Δοκίμασα να απαλλαγώ από εκείνο το μαύρο μαρκαδοράκι που έσταζε κάργα
μελάνι, λες και πότιζε με μαυρόχρωμα τα χωράφια. Νιώθω ξένος στον τόπο μου, αλήτης στη γειτονιά
μου. Νιώθω παρείσακτος στο σπίτι μου. Είναι γαλάζια τα μάτια του Θεού απόψε και καστανόχρωμα
τα δάκρυα. Τα σύννεφα λευκά. Είναι πολύχρωμο το φεγγάρι σήμερα, μάτια μου. Ο ουρανός σου.
Ντομάτα, φέτα και ψωμί, ζαμπόν. Αντζούγιες, σέλινο, κρεμμύδι, σκόρδο. Χωρισμένος στα οκτώ. 8.
Οκτώ η ώρα λέγαμε στο παρελθόν, να χτίσουμε το μέλλον μας. 8. Οκτώ είμαστε όλοι κι όλοι. Το μόνο
που δεν πείραξα, είναι τα καστανά μαλλιά μου. Κι έχουν μακρύνει, χύνονται σα λάβα από ένα
ηφαίστειο που βράζει. Οκτώ. Οκτώ ασπρόμαυρα κοκαλάκια για τα μαλλιά έχουν μείνει, να ετοιμάσω
τις κοτσίδες μου, να τις τραβήξω. Τι σου’ λεγα; Οκτώ η ώρα θα ‘ρθω να σε βρω. Περάσανε κι οι πόνοι
που με σφάζανε. Και το στομάχι όλο ζητάει περισσότερο φαγητό. Μα δε δοκίμασα ούτε ένα
κομματάκι απ’ το παστίτσιο. Οκτώ. Οκτώ τσιγάρα μου’ χουν μείνει για το βράδυ. Δεν κάνω δίαιτα στο
κάπνισμα. Όλα θα τα πιω. Το τσιγάρο πάντα μου θύμιζε πράγματα και καταστάσεις. Κάθε μάρκα
φέρνει στο μυαλό μου περιστατικά, είτε καλά, είτε άσχημα. Θα πεθάνω μια μέρα με το τσιγάρο στα
χείλη, γιατί ποτέ δεν άκουγα τις συμβουλές των άλλων και δες που κατάντησα. Μόνος, πικραμένος,
αποξενωμένος, περήφανος για τις αλήθειες μου, πανευτυχής για τις ιδέες μου, θύμα των αρχών μου,
γιατί δεν πρόδωσα τις σκέψεις μου. Κι ήταν οι αλήθειες που στάθηκαν η αφορμή, για να γνωρίσω τον
αληθινό χαρακτήρα των υπολοίπων γύρω μου. Σου’ λεγα λοιπόν, για το γαλάζιο της θάλασσας και τ’
ουρανού. Για τα μπορντό τριαντάφυλλα, που μαδάνε τα πέταλά τους μόλις τα φορέσεις στο χέρι. Σου
‘πα για το κόκκινο του πάθους και του έρωτα; Ούτε λέξη. Πέρασε ο έρωτας, έσβησε το πάθος κι
έμεινε μια αλήθεια να θυμίζει την αλήθεια σου. Πιάστηκε το χέρι απ’ το γράψιμο. Αλήθεια; Έλα να
μου το γιατρέψεις. Με το μασάζ και τη βοήθεια της ομοιοπαθητικής. Έλα να με γιατρέψεις. Μ’ ένα
φιλί απ’ τα χείλη σου, μια φλόγα απ’ την πνοή σου. Το χάδι απ’ τα χεράκια σου, τ’ αχτένιστα μαλλιά.
Έλα να με πονέσεις. Χάθηκε σαν τ’ αγέρι, πάνω απ’ τη θάλασσα του Μαραθώνα, η αγαπημένη. Λίγο
πιο πέρα απ’ τον Τύμβο. Τα μάτια της δεν είναι γαλανά, μα είναι θάλασσες. Τα χείλη της δεν είναι
πορφυρά, μα είναι άσβεστα πάθη. Κοίτα με. Ένα βλέμμα σου, έτοιμο να με πνίξει στα γαλανά σου
κύματα. Καράβι έτοιμο να ναυαγήσω, να τσακιστώ. Φίλα με. Σκαρί δαρμένο απ’ τα κύματα, με τους
ιστούς σπασμένους και τα πανιά λυτά. SOS. SOS. Άνθρωπος στη Θάλασσα. Άνθρωπος στη θάλασσα
των ματιών σου...
…στό δρόμο μου ὅπως βάδιζα τούς τελευταίους μῆνες
μ’ ἀνθρώπους συναντήθηκα γεμάτους ἀπορίες
μέ ρώταγαν πώς πέρναγα κι ἄν ἔσβησαν οἱ αἰτίες
ὅπου μακριά μέ κράταγαν ἀπό τήν ἀγκαλιά σου
τούς ἔλεγα πώς πέθανα, πώς ἔφυγα ταξίδι
πιό πέρα κι ἀπ’ τό θάνατο, μακριά ἀπ’ τήν καρδιά σου
τούς ἔλεγα πώς ἔσβησα, πώς ξέχασα τό ὄνειρο
πῶς ἔφταιξα, πώς ἔφταιξαν τούς ἔλεγα, οἱ αἰτίες
μ’ αὐτοί δέ μέ πιστεύανε, μέ νόμιζαν σακάτη
πῶς τό μυαλό λωλάθηκε μετά τό χωρισμό
πῶς θά περάσει μου ἔλεγαν στό χρόνο, τό γινάτι
πῶς θά γιατρέψει τήν πληγή ἕνα ἄλλο θηλυκό
κι ἐγώ τούς ἀπαντοῦσα ἀγάπη μου, μέ γλύκα
τή γλώσσα μου τήν ἐπλενα μέ ζάχαρη χυμό
πασπάλιζα τά λόγιά μου μέ μέλι καί μέ πίκρα
μακριά της ἔλεγα, ἄν θά ζεῖ, μακριά θά ζῶ κι ἐγώ
ὥσπου νά ἔρθει ἡ στιγμή ξανά ν’ ἀνταμωθοῦμε
γιά βέβαιο τό νόμιζα αὐτό τό σκηνικό
γιά τώρα, γιά τό αὔριο, στόν πιό γλυκό παράδεισο
νά σμίξουμε τό ἤθελα, ἀκόμα καί στό θάνατο
νά ἑνώσουμε τά θραύσματα πού σπάσαν ἀπ’ τούς δυο
ἡ ζάχαρή μου ἔλιωσε ἐπάνω στά γραπτά σου
κολλήσανε τά γράμματα καί γίναν φυλαχτό
μυρίζουνε οἱ λέξεις σου ἀκόμα τ’ ἄρωμά σου
μά πῶς νά γιατρευτεῖ ζωή μου αὐτό τό “σ’ ἀγαπώ”;
...
ἄρρωστος μῆνες, μακριά ἀπό τή φωνή σου
νεκρό, ἀκούνητο μωρό μακριά ἀπό τό χάδι
θλιμμένος τόσο πού σέ ἄφησα ἀπ’ τά χέρια μου
μετανιωμένος καί τρελά ἀπαρηγόρητος
μ’ ἕνα κερί γιά συντροφιά ἀπ’ τά δικά σου
...
λοιπόν ἀγάπη μου γλυκιά, γιά πές μου τώρα
γιά καύσιμα ἔχουμε ἐμᾶς καί τήν ἀγάπη μας
λόγια καί κίνητρο, σιρόπια καί παλάτι
σκοπό νά ὑπάρχουμε μαζί, τί λές πῶς ἔχουμε;
πῶς τίποτα ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο δέ θά ὑπάρξει
νά καταστρέψει τό παλάτι μας πού χτίσαμε
τό ζαχαρένιο παραμύθι νά χαλάσει
πῶς τίποτα ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο δέ θά ὑπάρξει
ἄλλος κανείς νά καταστρέψει τούτη τήν ἀγάπη
μονάχα ἄν εἶναι μόνο ἐμεῖς, πού τήν ποτίσαμε μέ δάκρυ
καί τήν ἀνθίσαμε μέ στίχους νά ὁδεύει πρός τό ἄπειρο...
...μη με ρωτάς που πήγαν τόσα χυμένα δάκρυα ...
κανέναν δακρύβρεχτο παραπόταμο δε γνωρίζω απ’ το μάθημα της Γεωγραφίας
παρά μόνο, ότι τρέχω και κυλάω μαζί του
κι όπου πάει, με κατευθύνει
είμαι έρμαιο
πατημένων συναισθημάτων, πεθαμένων αναμνήσεων, αλησμόνητων φιλιών
έρμαιο σου λέω, κάποιων κακεντρεχών στιγμών
μη με ρωτάς ποιος είναι ο επόμενος πλησιέστερος σταθμός
γιατί το μόνο που γνωρίζω είναι πότε θα ξυπνήσω
πότε θα ντυθώ, πότε θα φάω, πότε θα πάρω τα κλειδιά να φύγω
τρώω μνήμες δακρύων και πόνου
μη με περιμένεις για το δείπνο, δε γνωρίζω πότε θα γυρίσω
θ’ αργήσω...
Μα πως σε λένε; Ούτε που θυμάμαι!
Πως σε γνωρίζω; Πες μου! Που με ξέρεις;
Είμαστε άγνωστοι μικρή μου, εμείς δυο ξένοι μες τον κόσμο
κι απ’ τα πολλά που έγιναν, ξεχάσαμε που πάμε...
μα πως σε λένε; Δε θυμάμαι!
Καληνύχτα...
(και τώρα;..)
…ένα σκαλί, πριν να σου πω “αντίο”
και πριν στερνά σε χαιρετίσω
μια ώρα που θα κοιτάζω τα μάτια σου
κι ο αγέρας θα τραμπαλίζει, τα μπλεγμένα μαλλιά σου
δεν έφταιξα μόνο εγώ
αλλά κι οι δύο
ίσως γιατί το γρήγορο της ώρας, πέρασε
όπως θα πέρναγε ένα τραίνο απ’ το κατώφλι σου
δίχως ποτέ να σταματήσει, να σε πάρει
και δε σε πήρα, ούτε σε γνώρισα
ούτε ξαπόστασα, μήτε περίμενα
πως θα ‘ταν έτσι η πρώτη αρχή στην κατηφόρα
τώρα η ζωή κατρακυλάει, σε παρασέρνει
τις αναμνήσεις σου, διαγράφει απ’ τη μνήμη
-σώπα-
να μην ακούς τι λέει ο κουρασμένος επιβάτης
ούτε κι ο δύστυχος ζητιάνος
που ναυάγησε, στο πρώτο σκαλοπάτι σου
“ζωή”, έτσι ειν’ τα πρώτα καρδιοχτύπια
κι οι παιδικοί μας έρωτες, αρρώστιες
που δε γιατρεύονται ποτέ κι ούτε πονάνε
μονάχα σφάζουν τις πληγές που μας πληγώσανε
εμείς εκεί
είμαστε μέτοχοι στο πανηγύρι του έρωτα
και ψάχνουμε φτηνές δικαιολογίες να τον πιούμε
-φτάνει-
εγώ ζωγράφισα τα μεσιανά κατάρτια σου
κι εσύ ένα πλοίο
που μπαρκάρισε, για άγνωστο λιμάνι
τώρα, να μη ζητάς συγνώμες κι υποσχέσεις
πρωί-πρωί θα ανεβάσω άγκυρα να ταξιδέψω
και τις φτωχές, τις ορφανές ιδέες μου θα δέσω
να μην τις κλέψουν, οι επόμενοι σουλτάνοι
γιατί μπορεί να έκαμα το λάθος να σ’ αγγίξω
μα τα θολά σου μάτια, δε θα βλέπω αν με κοιτούνε
-άρα-
φτάσαμε εδώ που τα πουλιά αργοπατούνε
που αργοπεθαίνουν τα λουλούδια
εδώ που φτάσαμε, ειν’ το τέρμα
κι άλλος πια δρόμος, να βρεθούμε
δε χαράχτηκε...
…ήταν στα χείλη στολισμένη η αγάπη
κι απ’ το ποτήρι έσταζε ροδόσταμο κι αστρόνερο
ήταν κρυμμένο το φεγγάρι απ’ την καρδιά μας
και η πνοή μου βάλσαμο, στα κουρασμένα μάτια του
εμείς κινήσαμε, λουλούδι μου
για ένα ταξίδι πιο μακρύ από τ’ αστέρια
εσύ τριαντάφυλλο γαλάζιο
κι εγώ ένα κόκκινο ηλιοτρόπιο να σε φωτίζει
κι έχει το χρώμα γαλανό, με πιτσιλιές πινέλου η οροφή του
και δε μας νοιάζει πιότερο, παρά στον έρωτά μας
να ‘χει δροσιά το πρωινό που θα ξυπνούμε
χαράματα να σμίγουμε στο ΕΝΑ τη μαγεία
κι έχει το χρώμα καστανό, στα μάτια και στα χείλη
που όταν ματώσουν γίνονται τριαντάφυλλα στο πάθος
και δε μας μέλλει η ζωή, αν γίνει μερτικό τους
παρά μονάχα το κορμί να μαρτυράει “Μαρία”...
....
ντύσου καλά
μη μου πουντιάσεις απ’ τ’ αγιάζι
έχει παλιόκαιρο και βρέχει στη γιορτή μας
σαν το φαντάρο θα σου στέλνω τα φιλιά μου
και σα ναυτάκι που τον πλάκωσε το κύμα
....
γίνηκε ολόγιομη, του φεγγαριού η αγάπη μας
κι όλες τις νύχτες, που σ’ αγκάλιαζα
τρομάζαν οι εφιάλτες
γι’ αυτό σου λέω, έλα
πάμε να προλάβουμε το τραίνο
που περνάει έξω απ’ την πόρτα μας
πάμε να πιάσουμε την τελευταία ηλιαχτίδα
που σφηνώθηκε στους βρόγχους του φωταγωγού
....
που να ‘βρω τώρα αντοχή να πνίξω τον καημό;
μακριά από σένα, ένας άνθρωπος μισός
μισός ανδρείκελο, μισός φλεγόμενο πουλί
που προσδοκά να σώσει τα φτερά του
σκισμένα γράμματα, κομμάτια φυλαγμένα
απ’ της χαράς που νιώσαμε, την τελευταία λέξη
ίσως γιατί το γλήγορο της ώρας, πέρασε
όπως θα πέρναγε ένα τραίνο απ’ το κατώφλι σου
δίχως ποτέ να σταματήσει, να σε πάρει...
....
φτάσαμε εδώ που τα πουλιά αργοπατούνε
που αργοπεθαίνουν τα λουλούδια
εδώ που φτάσαμε, ειν’ το τέρμα
κι άλλος πια δρόμος, να βρεθούμε
δε χαράχτηκε...
...κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, μεθυσμένα
η ώρα φεύγει, σαν το τρένο της γραμμής
μα το ταξίδι δε θα κάμει, θα το δεις
κι ούτε στον πιο μικρό σταθμό θα φτάσει
που ‘χει χαράξει η ζωή, για να σταθμεύουν τρένα.
Κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, απορημένα
ήσουνα δίπλα μου, σ’ αντάμωσαν νωρίς
μα ούτε πρόλαβα μια λέξη ν’ απαντήσω.
- Σώπα -
και πες μου αν οι μυγδαλιές κι οι παπαρούνες της Άνοιξης
έχουν ανθίσει στα περβόλια του ονείρου.
Ξυπνώ νωρίς τα πρωινά
κι η μόνη σκέψη μου, ν’ ανοίξω το παράθυρο
να ειδώ τα πρώτα τους μπουμπούκια - μπουμπούκι μου -
να ξεπετάγονται σαν κρίνα απ’ τη σιωπή...
...τα μάτια της δε μ' είδανε, ούτε στάλα
κοιτούσε λες, αμήχανα τις θέσεις
γεμάτο το βαγόνι, μ' επιβάτες
επόμενος σταθμός, οι έρωτές της
Στα μάτια της τα θεία, δυο καθρέπτες
καθρέπτιζαν, τη γλύκα της ψυχής της
τα μαύρα της μαλλιά, πλημμυρισμένα
το μαύρο παντελόνι, μ' ετικέτες
...
Μονάχα, να ξανάβλεπα τα μάτια
μια στάλα, να της μίλαγα στα χείλη
από έρωτος αγκάλη, ξεπεσμένος
κι ας μου΄ γνεφε, αν έχει αλλού καντήλι
κι αν φέγγει, της ψυχής της τ' αγιασμένα
Κι απέμεινα μονάχος, στο βαγόνι
το τρένο να ουρλιάζει, να χτυπιέται
στις ράγες του, πετάχτε με κι εμένα
ανίκανη η καρδιά μου, ν' αγαπιέται…
(..το αντίο δε το γιάτρεψε ο χρόνος, και δρόμο τώρα αλλάζει ο ταχυδρόμος..)
...αντίο λέμε “γεια χαρά” σαν αποχωριζόμαστε
σα φίλοι, σα γνωστοί, σαν ξένοι π’ ανταμώσαμε
τυχαία όπου αφήνουμε ελπίδες
μα η ίδια η ζωή, μας ρίχνει τις ευθύνες
κι απάνω που κοντέψαμε το στόχο μας
με μιας κάποιος εχθρός στήνει παγίδες
αντίο λέμε, σαν χωρίζουν και τα μάτια μας
και πλέον δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ ανταμώσουν
τί κι αν τις λιγοστές ελπίδες μας ζυγίσαμε
τί λόγια κι αν αλλάξαμε στα χείλη, τί φιλιά
τί όνειρα κι αν κάναμε πριν ακουστεί τ’ αντίο
αυτό αποφασίστηκε, εδώ, σε μια νυχτιά
κι η μέρα κοροϊδεύει τις αιτίες
στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι γραμματάκι
το φύλαγα σα θησαυρό που ‘χα σκοπό να στείλω
κομμένο και ραμμένο στην καρδιά σου
με ένδειξη “Express” και “συστημένο”
το ξέρω, θα ταξίδευε πιο γλήγορα από μένα
θα έτρεχε, θα κάλπαζε και θ’ άλλαζε στεριά
πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο θα έφτανε για σένα
να τρέξει στα ματάκια σου ένα δάκρυ από χαρά
στην τσέπη κάποιου ερωτευμένου ταχυδρόμου
στη θήκη μιας πολυτελούς αποσκευής
σ’ ένα αεροδρόμιο, σ’ ένα πλοίο ή ένα τρένο
- σε ποιον επόμενο σταθμό θες να σε βρω; -...
...μικρός ὁ χῶρος μας στόν κόσμο ἐτοῦτο
κι ἐμεῖς δύο κουκκίδες ἀσημαντότητας στό ὅριο τοῦ τετραδίου μας
...
τί νύχτα! ὁ ἀγέρας σφυρίζει
κρυώνω, ζεσταίνομαι ... οὔτε πού νοιάζομαι, οὔτε πού ξέρω
οἱ σκέψεις ἀτελείωτες, τά διαλυμένα ὄνειρα κομμάτια μές τό βάζο
τό πλοῖο ἔφυγε, τό τρένο μας τό χάσαμε, πέφτει ἡ βροχή σιωπηλά
τό γεμισμένο ποτήρι μέ τή βότκα ἀδειάζει
...
τό λεωφορεῖο ξέφυγε καί ἀδειασε ὁ σταθμός
ἀκούγεται ἕνας κρότος πού σκίζει ὅλη τήν πλάση
φωνάζει ὁ σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στήν ἄκρη
στίς ράγες κάποιος ἔπεσε καί κάνει προσευχή...
...
μόνο τοῦ σιγοσβήνει τό τσιγάρο, πεταγμένο στήν ἀποβάθρα...
...
φωνάζει ὁ σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στήν ἄκρη
στόν ἔρημο σταθμό ἕνας μονάχα ἐπιβάτης
καί δεξιά νά περπατᾶ στό βάθος μία κυρία
ὅπου πατᾶ μέ δύναμη τό ἱστορικό τσιγάρο
καί κάτω ἀπ’ τίς σόλες τῆς ἀδειάζει ἕνα φουγάρο
καί σβήνει ἀπ’ τό βλέμμα μου κι ἡ τελευταία πνοή του
ΟΙΚΤΟΣ!
...ἀκούγεται ἁπαλά μία μεθυσμένη μελωδία
ποῦ τρέμει καί τό πάτωμα μπροστά στή μουσική της
τά μάτια μου τά διάβασε σάν ἱστορία μία φίλη
καί μοῦ ‘πέ ὅτι γράφουνε ἐπάνω τους “Μαρία”…
...ἀνθρώπους τόσους γνώρισα μέ κάποια ἱστορία
ποῦ εἶχε ὁ καθένας τους νά πεῖ μέ τή σειρά
τίς ἄκουγα ἀλληλένδετες, δεμένες μία-μία
καί πίστεψα πώς ἔμαθα πολλά
μά μία δέν κατάλαβα, χωρίς ἀλληλουχία
νά σπάζει ἕναν ἔρωτα στή μέση κεραυνός
ποῦ ἔπεσε ἀνέλπιστα σέ μέρα ἐν αἰθρία
καί ἔπνιξε τούς δύο ὁ στεναγμός
ἀλίμονο, τό ψέμα εἶναι γιατρός
κι ἡ ἀλήθεια μία σκληρή ἀφετηρία
τοῦ τρένου κάποιος ἔρημος σταθμός
μία ἄδεια, νεκρωμένη πολιτεία...
…μέσα στόν ἔρημο σταθμό, πᾶνε καί ἔρχονται τά τραῖνα
κι ἀπ’ τά βαγόνια κατεβαίνουν οἱ ἀγάπες
ποῦ δέν ἀντέξανε ποτέ τό χωρισμό
μέ τά φτερά τούς τά σπασμένα
ἄυλοι ἄνθρωποι, κορμιά ἀγανακτισμένα
ποῦ ‘μαθαν πρόστυχο πώς εἶναι πώς τό φιλί
καί σουλατσάρουνε σκυφτοί στίς ἀποβάθρες
κι ἡ μέρα δέ θά τούς χαρίσει ἄλλο πρωί
κρατοῦν βαλίτσες μέ χιλιάδες ἀναμνήσεις
μέ τό κορμί νά κουβαλάει τίς πληγές
τή μνήμη, μάτια μου, δέν σβήνεις ὅταν θές
σέ σβήνει ἐκείνη μέ τή μία, ὅταν θελήσει
ὅταν τό βάρος τῆς κανείς δέ θά κρατήσει
μέσα στόν ἔρημο σταθμό
- τί κι ἄν κινοῦνται τόσα δύστυχα κορμιά; -
στήν ἀποβάθρα ξαφνικά, σκάει, ἀστράφτει τουφεκιά
καί μία σπασμένη, ἀπ’ τίς καρδιές, δέ θά κολλήσει
ὅ,τι κομμάτια ἔχει γίνει, γίνεται ἄνεμος
καί στό παρόν, τό παρελθόν μας δέν κολλάει
ὅταν ραγίσει τό γυαλί, ἕνα κομμάτι τοῦ ἀρκεῖ
σάν τό μαχαίρι ὅλο τό σῶμα νά τρυπάει
μέσα στόν ἔρημο σταθμό
φωνάζει κάποιος δυνατά ἕνα “σ’ ἀγαπώ”
βουτᾶ στίς ράγες μέ τή μία καί ἡ ταχεία ξεκινᾶ
ἀξίζει ἔτσι νά τελειώνει μία ἀγάπη;
τά λόγια ὄμορφα καί ὄμορφες οἱ ὧρες
μά φεύγουν ἔτσι ἀπό τά μάτια μας, σάν τραῖνα
λές καί φορτῶσαν τίς στιγμές μας καί τίς κλέψανε
φιλιά μέ δάκρυ οἱ ἀναμνήσεις, χαρισμένα
μέσα στόν ἔρημο σταθμό, πᾶνε καί ἔρχονται τά τραῖνα
μή μέ ρωτήσεις νά σού πῶ, ἔχω εἰσιτήριο διπλό
ἁπλά δέν ἔχω προορισμό καί δέν ὑπάρχω γιά κανέναν
- ἄν θέλεις ἔλα. Κρατῶ μία θέση καί γιά σένα. –
...κι όπως περπατάς μαζί της στους στρωμένους δρόμους με τα ροδοπέταλα
κι έτσι ασυναίσθητα τα δάκτυλά της μπλέκονται με τους ακροδέκτες σου
ενώνονται τα χέρια όπως ιδρώνουν και κολλάνε μεταξύ τους απ’ την ευτυχία
δε σκέφτεσαι στιγμή να σταματήσεις το όνειρο για να γυρίσεις πίσω
σ’ εκείνη τη μονότονη πραγματικότητα που βίωσες…
…γιατί κάθε εβδομάδα που έρχεται
μαζί της γίνεται καυτή φωτιά και λάβα που σταματάει το χρόνο
Γιατί δε βγαίνει ούτε ένα άναρθρο φωνήεν
να διακόψει στο ελάχιστο, το πάθος των μελωμένων σας χειλιών
Κι ούτε τολμάει η μιλιά να καταστρέψει τη μαγεία του βασιλείου που χτίσατε
για να φωλιάζει η αγάπη...
…και τώρα; ήρθε η ώρα για ν’ αναλύσουμε τα όσα δεν λέγονταν ποτέ απ’ τα χείλη μας
Όπως όταν κοιτιόμασταν πονηρά στα μάτια
και το φιλί στο στόμα, δεν άφηνε περιθώρια ν’ αφουγκραστούμε την αρρώστια μας
Τώρα πια κανένα φιλί στο μάγουλο, δεν έχει την ίδια γεύση σοκολάτας
ή βανίλιας
όπως το παγωτό που μοιραστήκαμε
καθισμένοι στο παγκάκι του πάρκου
Κι ούτε αυτό το παγωτό μας άφησε τα περιθώρια να ζήσουμε το τώρα, τη στιγμή, τη δικιά μας στιγμή
όπως τη νιώσαμε έντονη
Ερωτευμένοι ίσως, όπως θα νιώθαμε στο αύριο να πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλο παθιασμένοι απ’
τα φιλιά μας...
Όπως τη ζωή μου ολάκερη κυρίευσε εκείνος ο ερωτικός πονοκέφαλος που μου έσπαγε κάθε τόσο τα
μηνίγγια και δεν μου πέρναγε ούτε με το παυσίπονο...
Γιατί ήξερα κάθε πότε με σκεφτόσουν
σ’ ένιωθα κοντά μου κι ας έλειπες μακριά...
…βλέπεις τα μάτια μου;
Μακάρι να μπορούσες να τα δεις τώρα που κοκκινίζουν.
Άκου.
Ήρθες με μια νάιλον σακούλα στο χέρι, κρατώντας όλα τα πράγματα που σου είχα χαρίσει, να μου
πεις “Αντίο”.
Δε θα στο συγχωρήσω ποτέ αυτό, τ’ ακούς;
Κι όταν κατάλαβα πως σε χάνω, σ’ αγάπησα
δίχως να ρωτήσω αν είσαι σταχτοπούτα ή τροτέζα ή καντηλανάφτης ή πριγκίπισσα.
Σου’ πα μονάχα “θέλεις να είμαστε μαζί;”
και κούνησες καταφατικά το κεφάλι, σα να με ήξερες από χρόνια. Τι θα’ θελες Γιώργο; ...
…μονάχα εγώ, που τώρα γράφω
και σε λίγο εσείς θα διαβάζετε ό,τι έγραψα
θέλω να ξέρω
πως έστω κι αν σας μίσησα, έστω τόσο δα, ελάχιστα
θέλω να ξέρω, πως σας περίσσεψε μια στάλα αγάπης και λίγη συγχώρεση
μια άφεση αμαρτιών, για κάποιον που δεν πρόλαβε ακόμα ν’ αμαρτήσει
που δυστύχησε επειδή αγάπησε και ερωτεύτηκε παράφορα ένα κορίτσι
έναν άνθρωπο που άγγιξε την ψυχή του, απ’ την πρώτη στιγμή
κι ύστερα το έχασε μέσα απ’ τα χέρια του, δίχως να γνωρίζει που βρίσκεται τώρα
μα κι αν βρίσκεται κάπου εδώ ανάμεσά μας, δε μιλάει πια η ψυχή που αγάπησα
μήτε και η καρδιά που λαχτάρησα τόσο
να την κάνω δική μου
να τη μοιράσω μαζί της στη μέση
να χτυπάει μια φορά για τους δύο...
...μίλα, πες κάτι. Λέξη δε βγαίνει κοριτσάκι
σφύριξε η σάλπιγγα, θέση MRB. Όλοι προσοχή
μέτρησε τα έντυπα. Πάμε απ’ την αρχή
τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε
από ‘δω, από ‘κει, παραπέρα
κοίταξε τα χέρια σου. Μαυρίσανε!
πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή
δέσανε τ’ αρχίδια μας, με τσέρκια
κι άλλοι μας τα σπάνε σε δεσμίδες, το πρωί
άλλοι μας φορούν τις παρωπίδες, το απόγευμα
πάμε. Εμπρός στο δάσκαλο απ’ τ’ αυτί
τα ‘πλυνες και τα ‘βαψες, μ’ ασπρίσανε
τράβηξε τα χέρια, απ’ την τσερκομηχανή
ο Γιώργος, η Μαρία, η Σοφία, η Αγγελική
σπουδάσαμε τα τρία μας. Τα τρων μηχανικοί
εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει
σφύριξε η σάλπιγγα, θέση NLB
διάλειμμα δεν έχει. Μας το φάγαν ποντικοί
γράμματα μοιράζει η Τζένη και αναφωνεί
“η δουλειά είναι σκλαβιά”
“κι όποιος διαφωνεί είναι πούστης” Σωστή
κοίταξε τα χέρια σου. Μαυρίσανε
πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή
μέτρα μου, τα βρωμισμένα κάνιστρα. Ένα-ένα
και με τα σκατά στα χέρια, έλα να φάμε
έρεψε το δόλιο το κορμί, απ’ τη βιοπάλη
σφύριξε η σάλπιγγα. Όλοι προσοχή
τρελάθηκε ο εγκέφαλος και κλάταρε
βγάζει αυτοκόλλητα, με σήμα το μουνί
και του εργοστασίου η αντλία, χάλασε
γέμισε η γκλάβα μας, με θόρυβο πολύ
εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει
από τα νερά στο χώμα, χάλασα το γύψο
πάτα το κουμπάκι, να στηθούμε στη γραμμή
μέτρα τα καλάθια στον ιμάντα
άλλα για το Βόλο φύγαν κι άλλα για την Πάτρα
άλλα για τον υπουργό με τ’ άσπρα ματογυάλια
και σε μας, πως να ‘μενε η χαρά και η φωνή;
όλη η παρέα μας, κάνει αγγαρεία
ο Γιώργος, η Μαρία, η Σοφία, η Αγγελική
πες του διευθυντή, εγώ τελείωσα
κι αύριο θα έρθω, να υπογράψω το πρωί
τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε
εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει
τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε
πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή…
(σκαλίζω μνήμες {υπολείμματα δακρύων} σ.σ. οι τοίχοι "ήντουσαν" γαλαζωποί...)
...στερέψανε τα περιθώρια της υπομονής και της ανάγκης μου
το πάθος κατεβαίνει με ξεκούρδιστες κιθάρες στα υπόγεια πατώματα
κι εγώ ετοιμάζω τις βαλίτσες μου για να κρυφτώ μαζί του
φεύγω στο άπειρο, ταξίδι με τις μνήμες μου
πλάθω τον κόσμο απ’ την αρχή, βάζω και μια υπογραφή
σ’ αυτό τον πίνακα που φτιάχτηκε απ’ τις κακίες μας και τις κακές στιγμές του...
εγώ τον έπλασα κι εσύ
και τώρα μαρτυρώ τις αντοχές μου....
...καπνίζω μέσα στο δωμάτιο κι όλο πίνω
και με τις μνήμες των φιλιών δάκρυα χύνω
όλα τα λόγια των τρελών ήταν δικά μας λόγια
πάρε τις λέξεις τους και κάντα κομπολόγια..
(να τα μετράς Χριστούγεννα στο τζάκι, ένα-ένα!)
…
τοῦ Ρεβυθούλη τό σακί εἶχα στήν πλάτη χρόνια
καί κάθε βῆμα πού ἔκανα μου στοίχιζε καί κάτι
κουκιά πετοῦσα ἀγάπη μου, μές τά στενά καί σπόρια
νά μή χαθῶ ἀπ’ τό βλέμμα σου, νά γίνω ἡ θωριά σου
ὥσπου τό γράμμα ἔφτασε, τό ‘φερε ταχυδρόμος
ἕνα γεράκι ὁλόμαυρο, μά πιό βαθύ ἀπ’ τό αἷμα
ἦταν τό λεξιλόγιο πού διάβαζε ἡ καρδιά μου
- χωρίσανε οἱ δρόμοι μας, δύο ξένοι εἴμαστε τώρα -
καί τό ρολόι σταμάτησε τούς χτύπους νά μετράει
ποῦ ἔκαναν τά βήματα στά θερινά σοκάκια
ἐκεῖνα τά πλακόστρωτα, μέ κάστανα ψημένα
τό τρένο ἀναχώρησε - Χριστούγεννα χαμένα -
...αυτό το ποίημα θα το γράψω σε συνέχειες
για να ‘χουν ένα πάτημα οι ώρες μου να λένε πως τις ξόδεψα φιλότιμα
κι ύστερα θα το πάρει ο άνεμος και τα χαμένα λόγια
οι μαύρες οι σκιές των αναμνήσεων και η κλεισούρα
οι τοίχοι θα βαφόντουσαν στο χρώμα το λευκό
μα τώρα με το πείσμα της θα τους ταιριάζει μαύρο
το μαύρο της εκδίκησης και της αδιαφορίας
αυτό που αποκόμισα
στυγνό εγωισμό!
Ετούτο το ποτάμι πια δεν έχει γυρισμό
...μου έρχεται να σπάσω τα ενθύμια που μάζευα
να σκίσω όλα τα ψεύτικα τα λόγια της αγάπης
γιατί σε κάθε εκατοστό υπάρχει το άρωμά της
η σκέψη της...
η δαχτυλιά απ’ το χέρι της και τα τρελά όνειρά της ...
το πάθος της υπάρχει επάνω στο κρεβάτι
κι εκεί είναι που τα μάτια μου βαραίνουν και βουρκώνουν...
και κάθε λέξη που μετρώ απ’ τα ενθύμιά της
πληγώνει περισσότερο τα αισθήματα...
…αμέτρητα αποτσίγαρα, καπνοί στο πέρασμά της
την κάθε μέρα που μετρώ
γερνάω γρηγορότερα και μοιάζω με μεσήλικα που έχασε το βιός του...
...ήπια δροσιά, κουτάλες μέλι απ’ τα χείλη της
ένιωσα αγάπης τα φιλιά, στο πέταγμά της
ψυχής, δε βρήκα, μια γουλιά απ’ το ποτήρι της
μέθυσα μόνο, απ’ την απέραντη ομορφιά της
κι είναι γλυκό πιοτό ο έρωτας, μητέρα
σε ταξιδεύει, σε μιαν άγνωστη πλατεία
εκεί που παίζουν τα παιδιά, παιχνίδια αέρινα
στην πιο απόμακρη της πλάσης, πολιτεία
κάποια φορά, θα νοσταλγήσω το καΐκι μου
μ’ εκείνο που ’καμα, ταξίδια στα πελάγη
την πρώτη αγάπη μου, σ’ εκείνο πρωτοφίλησα
στα γαλανά βαθιά νερά και στο λιμάνι...
…βλέπεις δεν έμαθα να ζωγραφίζω, παρά μονάχα κάτι άκομψες τελείες
γεμάτες με σιωπή, αποσιωπητικά και φλέγμα
όσο απόμεινε απ’ τη φωνή που ούρλιαζε απεγνωσμένα
παίρνοντας χρώμα απ’ την κλίμακα του μαύρου
για να το κάνω διάφανο, σαν το βερνίκι των νυχιών σου
- η νύχτα ξέβαψε -
και φωτισμένη απ’ την κολόνια, άλλαξε όψη
γυάλισε η πόλη μου απ’ της βροχής τις στάλες και τα δάκρυα
βλέπεις πολλοί διαλύθηκαν εν μια νυχτί και με μανία τέτοια
όπου η σιωπή μετά, αργότερα, κατόπι
ζητούσε αντάλλαγμα της παιδικής ονείρωξης την παθιασμένη δόση
ξέρεις εσύ...
γέμισε η νύχτα πιτσιλιές λευκές, σταγόνες του λευκού αλφάβητου..
Άγγιγμα, Βλέμμα, Γεύση, Δάχτυλα, Έρωτας, Ζεύγος, Ηλιοβασίλεμα
Θαλπωρή, Ίριδα, Κλίνη, Λατρεία, Μουσική, Νεύμα, Ξενοδοχείο
Ομορφιά, Παρέα, Ρόδινο, Συνήθεια ,Τηλεπάθεια, Υγρά, Φαντασίωση
Χάδι, Ψίθυρος, Ωκεανός...
κι ύστερα το σκότος
πηγαινοερχόμουνα στις σκάλες σου να βρω ένα μικρό κομμάτι από Συμπόνια
να το πάρω στο Ταξίδι κολατσιό μου...
κανείς δε με λυπήθηκε
κι έμεινα έρμο, πεταμένο αποπαίδι στη βροχή
να μασουλάω πασατέμπο και ψημένα κάστανα, να φτύνω τ’ αποτσόφλια τους
ν’ αναμετρώ τα όσα οι άλλοι χαίρονταν στο διάβα της ζωής
- σε μια ζωή που τους χαρίστηκε με περισσή ευκολία -
κι εγώ να προσπαθώ μ’ ένα τηλέφωνο μουγγό να παίζω με τα γράμματα
για ν’ αποδείξω της αγάπης τα πρωτεία...
....
μικρός ετούτος ο παράδεισος να ζεις τον έρωτα, δε μας χωράει
μεγάλη η κόλαση που μας καλύπτει όταν χάνεται
κι η πιο πικρή ανταμοιβή, η αχαριστία
να μη σου λένε κάτι αυτά τα μάτια που αγάπησες, όταν τα βλέπεις πάλι
να σου ζητάνε μόνο να πηδήξεις μέσα τους, να βυθιστείς
όσο μπορείς, χωρίς σωσίβιο, σ’ αυτήν την απληστία...
…ἀγάπη μου τά μάτια σου ποῦ νά ‘ναί;
γιά γύρνα τό κεφάλι νά μέ δεῖς
ἀπόκαμα καί βρῆκα συνουσία
μέ εὔπλαστα στιχάκια τῆς στιγμῆς
ποῦ σπάζουν μέ τήν πρώτη δυσκολία
ἀνθρώπους τόσους γνώρισα μέ κάποια ἱστορία
ποῦ εἶχε ὁ καθένας τους νά πεῖ μέ τή σειρά
τίς ἄκουγα ἀλληλένδετες, δεμένες μία-μία
καί πίστεψα πώς ἔμαθα πολλά
μά μία δέν κατάλαβα, χωρίς ἀλληλουχία
νά σπάζει ἕναν ἔρωτα στή μέση κεραυνός
ποῦ ἔπεσε ἀνέλπιστα σέ μέρα ἐν αἰθρία
καί ἔπνιξε τούς δύο ὁ στεναγμός
ἀλίμονο, τό ψέμα εἶναι γιατρός
κι ἡ ἀλήθεια μία σκληρή ἀφετηρία
τοῦ τρένου κάποιος ἔρημος σταθμός
μία ἄδεια, νεκρωμένη πολιτεία...
...μακριά ἀπ’ τήν ἀγκαλιά σου ἀγάπη μου, εἶμαι μισός
καί τό χαμόγελο πᾶνε δύο χρόνια ποῦ ‘χεῖ νά φανεῖ στά χείλη
μακριά ἀπ’ τήν ἀγκαλιά σου ἀστέρι μου, δέ λάμπω
δέν εἶμαι μήτε ὑπάρχω σ’ ἕνα ἄδειο σκηνικό
σού δίνω ἕνα ἀστέρι, σού ἁπλώνω τό χέρι μου ..πᾶμε;
στόν κόσμο ἐτοῦτο, ὑπάρχει μί’ ἀγάπη
ποῦ εἶναι τεράστια, πελώρια, ἁγνή
κανείς δέν μπορεῖ νά τήν κάνει νά σπάσει
ἐτούτη ἡ καρδιά δέν μπορεῖ νά κοπεῖ
κορνίζα στόν τοῖχο δέν μπαίνει ἡ καρδιά μας
τό πάζλ τό φτιάξαμε νά δένει μ’ ἐμᾶς
κι ἄν λίγο χωρίζει ἡ ζωή τά φιλιά μας
τριπλάσια γυρίζουν στά χείλη μέ μιας
καί νά πού γύρισε ὁ καιρός ..μοῦ τό ‘λεγαν
πῶς κάποια μέρα θά φανεῖ ἡ ἀνατολή ξανά στά δύο σου μάτια
πῆρα κουράγιο γιά νά γράψω μία ἀράδα
πολύχρωμο μελάνι ἀπ’ τήν ἀγάπη σου...
…να γιατί σε μισώ!
γιατί μ’ έκανες έρωτα και μ’ ανέβασες τόσο
και κατόπιν με έριξες στο γκρεμό να ματώσω
τόσο λίγος αισθάνομαι που δεν έπλασα κάτι
έναν κόσμο σου έταξα και φτιαγμένο απ’ τη στάχτη
κράτα τώρα λοιπόν μέσα στ’ άδεια σου χέρια
ό,τι νιώθεις πολύτιμο και σκληρό σα μια πέτρα
δε μιλώ για τα μάτια σου ή τα χείλη σου, φως μου
το αλήτικο σώμα σου ξεψυχάει εμπρός μου
μα κι αν λέω σ’ απεχθάνομαι, μη το δένεις σα κόμπο
σκέψου λίγο αν έφταιξες να σε λέω άνθρωπό μου
σκέψου πόσα μου έταζε η αγάπη η ψεύτρα
και κατόπιν μου τ’ άρπαξε [πόσα έχασα μέτρα
πόσα κίβδηλα λόγια μας και χαθήκανε όλα
σ’ έναν έναστρο απέραντο καθαρό ουρανό μας
ξεχασμένο βιβλίο η αλήθεια μωρό μου
κι απ’ τα χείλη φωνάζαμε “σ’ αγαπώ όνειρό μου...”
…μι’ αγκαλιά, ένα χάδι κι ό,τι σου ‘λειψε τόσο
τρέχα, βρες ό,τι αγγίζει τις σκέψεις σου
πριν σε λιώσει η κακία του κόσμου
“ σ’ αγαπώ, να προσέχεις”
τρέχα τώρα κι ανέβα στη στέγη
μη σε νοιάζει ο κόσμος κι αν νύχτωσε
κάποιος δίπλα σου υπάρχει, δυνατά να φωνάζει
μ’ όση δύναμη του ‘μεινε ό,τι η αγάπη προστάζει
“ σ’ αγαπώ να προσέχεις”
είναι η γη ένα βήμα που απάνω της τρέχεις
μ’ ένα σάλτο μπορείς να σκοτώσεις τις σκέψεις
τις κακές που σε φέρανε, που σε πήραν και πάνε
πιο ψηλά κι απ’ τα μάτια σου, τη ζωή σου ζητάνε
ένα γέλιο, ένα κλάμα, έτσι ειν’ η αγάπη
μια λιακάδα πρωί, καταιγίδα το βράδυ
τρυφερή αγκαλιά, μια φωνή στο σκοτάδι
“ σ’ αγαπώ, να προσέχεις”
- η αγάπη πονάει -
...μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο όμορφος θεούλης
αυτός ο ομορφούλης ντε, με τη φαρέτρα του
που ρίχνει τα βελάκια του, σ’ ανύποπτες στιγμές
στην κάθε μια καρδιά της οικουμένης
συνέβη το μοιραίο, μόλις άγγιξα τα χέρια σου
μιαν ώρα που δειλά τα χείλη σμίξαν
θυμάμαι ήταν καλοκαίρι, ναι, Ιούνιος, απόγευμα
και πίναμε στο λιόγερμα φιλιά! αχ, με τρελαίνεις!
τα λόγια μου απ’ το τρακ, πως τρεμοπαίζανε στα χείλη!
μα μες στην αγκαλιά σου όλα μου πέρασαν
να ξέρεις, είσαι φάρμακο που και νεκρό ανασταίνεις
θυμάσαι πως τα λόγια μου ξεκίνησαν;;; “με θέλεις;”
κι εσύ αστέρι μου όμορφο, πνοή απ’ την πνοή μου
αμέσως αποκρίθηκες με μια γλυκιά αγκαλιά σου
τα χέρια μας, λες χόρευαν, σκοπούς Ιταλικούς
και κόλλησε το πρόσωπο, στο πρόσωπο! μ’ ακούς;
μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο άπαιχτος θεούλης
που κάνει όλα τα πλάσματα, να νοιάζονται για κάποιον
αυτός που μου σημάδεψε για πάντα την καρδιά σου
γι’ αυτό και η μισή είναι δικιά σου... μ’ ακούς;;;;;...
…διαβάτης δέν πατᾶ πάνω στά χνάρια πού ἀφήσαμε
μονάχα ἡ δροσιά τού πρωινοῦ εἶναι πού τήν ἠπιαμε
κρυστάλλινο ποτήρι αὐτή ἡ ἀγάπη
καί φτάνει μία ἀπρόσεχτη στιγμή γιά νά τό σπάσει
ἤ ἔστω νά ραγίσει ἕνα κομμάτι του
στό μέρος πού χτυπάει ἡ καρδιά
ἐμᾶς δέν μᾶς χωρίζουνε ἀγάπη μου
οἱ ἄνθρωποι, ὁ χρόνος καί οἱ μῆνες πού περνοῦν
τίς ὧρες μᾶς μετρῶ πού ἀπουσιάζουμε
τήν ἄκρη ζωγραφίζω τοῦ δικοῦ μας οὐρανοῦ
γαλάζια ἡ ὀροφή, τήν ἀνεβήκαμε
τούς τοίχους σκαρφαλώσαμε κι ἄς ἦτανε ὑγροί
τά λόγιά μας μέ μέλι τά κολλήσαμε
στίς τσάντες κουβαλᾶμε τή ζωή
ἐμᾶς δέν μᾶς χωρίζουνε ἀγάπη μου
τά πείσματα, οἱ γκρίνιες κι οἱ τρελοί ἐγωισμοί
στό βλέμμα μᾶς αὐτόματα δεθήκαμε
κι ἀπάνω ἀγκιστρωθήκαμε νά φύγουμε μαζί
νά τρέξουμε, κι ὅπου μας βγάλει ἡ ἄκρη
χωρίς τό δηλητήριο καί τό δάκρυ
δέ θά ‘χέ τόση γλύκα ἡ ζωή...
...με το πρώτο φως του ήλιου
πριν ανάψω το πρώτο πρωινό τσιγάρο
πριν πιώ την πρώτη γουλιά του πρωινού καφέ
κρατώντας το πρώτο κλειδί που ανοίγει την καρδιά σου
θα βγω στο δρόμο να σ’ ανταμώσω…
…ζητιανεύοντας το πρώτο δροσερό φιλί απ’ τα χείλη σου
αγκαλιάζοντας για πρώτη φορά τόσο γλυκά το κορμί σου
ακούγοντας τον πρώτο δυνατό χτύπο της καρδιάς σου
μέσα στην ομίχλη του πρωινού και την υγρασία της πόλης
θα βγω στο δρόμο να σ’ ανταμώσω...
ανάμεσα στα μάτια σου κυλάει μια πηγή αστείρευτης αγάπης
να μου χαρίζει δύναμη να ζω την πρώτη μου στιγμή σα να’ ναι η τελευταία
κι αυτή η όμορφη του πρωινού η στιγμή, υποσχέσου μου
δε θα’ ναι μια ακόμα ευτυχισμένη Άνοιξη που πέρασε, σαν άλλες που περάσανε
μα το προμήνυμα πως θα υπάρχουν κι άλλες όμορφες στιγμές μέσα στο χρόνο
που ακόμα δεν προφτάσαμε να ζήσουμε σαν πρώτες…
…έψαξα το πιο φθηνό ξενοδοχείο να στεγάσω καλοκαιρινές αναμνήσεις.
Άγνωστο το πότε επιστρέφω. Θα λες ακόμα πως δεν σ’ αγάπησα, πως δεν σε πόνεσα όσο με πόνεσες.
Πονάει το χέρι μου, το σώμα μου, η καρδιά μου, τα σκέλια μου, η ψυχή μου, το κεφάλι μου, η ζωή
μου ολόκληρη πονάει.
Εμείς πονάμε πάντοτε αρχές Αυγούστου.
Μ’ άφησες μόνο, καταλαβαίνεις;
Έφυγες σαν περιστέρι και δεν μπορώ να τρέξω κοντά σου να σε φτάσω, τώρα που σε χρειάζομαι.
Ακούω μόνο τα γέλια των τουριστών, το κύμα της θάλασσας, τη δυνατή μουσική στο απέναντι
κέντρο, μα όχι τον ήχο της φωνής σου.
Έπιασα να ζωγραφίσω τον ήλιο και κάηκε το χαρτί μου.
Πήρα νερό να ξεδιψάσω και ζεμάταγε, γιατί είχες τον λαιμό σου και σε σκέφτηκα.
Μα τώρα πρέπει να τραγουδήσω εγώ, ε; Τώρα πρέπει να πάρω τα πάνω μου, ε;
Τώρα πρέπει να σβήσω την τελευταία γόπα στο τασάκι με τα αμέτρητα αποτσίγαρα και δε βρίσκω το
κουράγιο.
Μ’ άφησες μόνο, ενώ κοιτάζαμε παρέα το τελευταίο ηλιοβασίλεμα…
…κι ἡ λέξη μου ἡ ριμάδα, κατέβηκε στό στῆθος
καί κρύφτηκε καί φώλιασε, τήν ἔπνιξε ὁ καημός
βαλάντωσε, ἀπηύδησε καί κούρνιασε στό “ἴσως”
πῶς κάποτε θά ἔβγαινε στό φῶς
ἀρχαιολόγοι ἤρθανε ἀπό τήν Ἀφρική
κουνούσανε τά σώματα λές κάτι νά χορεύουν
μοῦ ἔμαθες πώς λέγεται χορός ἡ φυλακή
μά τρόφιμα δέ βρῆκα νά σού φέρω
μονάχα κάτι κράκερς γεμιστά μέ σαντιγύ
κι αὐτά γλυκά πώς μοιάζουν στό φιλί μου
κομμάτι ἀπό μένανε καί σκέψη τῆς στιγμῆς
προδίδουν ἔτσι ἁπλά τόν ἔρωτά μου
τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψω
μήν πῶ κι ἄλλα στά μάτια σου καί τά φορέσεις προίκα
μήν πῶ ἄλλα στά χείλη σου καί πάψουν νά ρωτοῦν
μονάχα θά σού πῶ ὅ,τι ἤθελα τό βρῆκα
μετά ἀπό σένα παύει ν’ ἀνασαίνει τό κορμί
μετά ἀπ’ τήν ἀγάπη μόνο ὁ θάνατος ὑπάρχει
καί εἶσαι ὅλη γιά μένα ἡ ζωή!...
...δεν είναι ωραίο να ακούγεται η βροχή του πρωινού;
πάνω στα μάτια και το πρόσωπο να πέφτουν οι ψιχάλες της
προσμένοντας το χάδι σου, αγάπη μου
μα πιο ωραίο το συναίσθημα να έχεις έναν κόσμο κλειδωμένο
φυλακισμένο το εγώ σου σε μηνύματα
και την καρδιά παραδομένη σε σκιρτήματα και λόγια ερωτικά
τις αγκαλιές και τα φιλιά σου ακουμπισμένα
σε πλακόστρωτους πεζόδρομους και υπόγεια περάσματα
που κάθε ημέρα περπατώνται απ’ του έρωτα τα βήματα, τα αισθήματα...
…άσε! περπάτησε πολλά αυτή η αγάπη...
πόνεσε, δάκρυσε, μαύρισε, πλάνταξε κι ενώ δεν έμοιαζε καθόλου με λουλούδι
σύρθηκε στη βουνοπλαγιά να ξαποστάσει
και νότες έραψε στα εσώρουχα, τουλάχιστον να μοιάσει με τραγούδι
να μη χαθούν απ’ το πεντάγραμμο που τράβηξε
αυτή η πορεία στα τυφλά, όσο κι αν ντύθηκε στην αμαρτία
όσο μακριά κι αν τράβηξε για να χαθεί απ’ τον κόσμο
κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη
ΕΝΑ φιλί, ΕΝΑ κορμί, ΕΝΑ χαμόγελο βαθύ στου πρωινού το μάτι
το μίσος και η συμβουλή, στην τσέπη ο εγωισμός, ψωμί
και στα μαλλιά για κοκαλάκι ένα ανθάκι ..
που όλο του ‘φευγαν τα φύλλα απ’ τον αγέρα
πολλοί εμείς, πολλοί κι αυτοί, πάρα πολλοί οι πειρασμοί
όλα τα πρόλαβε η αγάπη!
μα όταν φτάσεις ν’ αγαπάς, τι να προλάβεις άλλο;
πόσο νομίζεις θ’ απορείς, πόσο να τρέχεις να κρυφτείς;
κι όλο τον κόσμο να γυρίσεις, θα ‘ρθεις πάλι…
ΕΝΑ χαρτί, ΕΝΑ φιλί, ΜΙΑ φωνή, ΜΙΑ ζωή
για να ξεσκίσεις ό,τι κέντησες δε φτάνει
να ξεριζώσεις την αρχή και να θερίσεις τη στιγμή
στην κάθε ανάμνηση τη βούλα σου έχεις βάλει
βλέπεις, τα λόγια της αγάπης είναι όνειρα
που αποτυπώνονται σιγά σιγά στα φύλλα σα να χτίζεις μία χώρα
πάνω στο χάρτη της ζωής που τον σχεδίαζες στα χέρια σου
προτού προλάβει να τον πάρει η κατηφόρα...
γι’ αυτό μη σταματάς τα όνειρα, διεκδίκησε το τώρα...
…κάποτε, σε μια μικρή και ήσυχη γωνιά της Αθήνας, σε μια έρημη και απομακρυσμένη περιοχή,
άρχισε να κατασκευάζεται ένα καράβι με το όνομα “Αγάπη”.
Φτιαχνόταν κομμάτι-κομμάτι σαν παζλ, με μεσοδιαστήματα χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς, με
μεσοδιαστήματα προχωρημένης κατάθλιψης και δακρύων επί τρία συναπτά έτη, από δύο
ανθρώπους που είχαν αποφασίσει για το όνομά του από το ξεκίνημα του έργου.
Πορεύονταν μαζί και ήθελαν να ζήσουν για πάντα μαζί απ’ την ώρα που γνωρίστηκαν, ξυπνούσαν
μαζί, έτρωγαν μαζί, κοιμόντουσαν μαζί και κατασκεύαζαν λίγο-λίγο αυτό το πλοίο για να τους
μεταφέρει έξω απ’ το γνώριμο και άσχημο κόσμο τους, στα βάθη του παραμυθιού τους.
Τους βρήκαν θύελλες, καταιγίδες, μπουμπουνητά, αλλά ήταν πάντα αγκαλιασμένοι. Χώθηκαν στα
λασπόνερα της βροχής, λούστηκαν από τη γύρη των πεύκων, μέσα στο χιόνι έφτιαχναν
χιονάνθρωπους, έπεσαν, χτύπησαν, σηκώθηκαν μαζί, ζέσταιναν ο ένας τα παγωμένα χέρια του άλλου
το καταχείμωνο και το καλοκαίρι έβρισκαν δροσερά μέρη για να γλυτώνουν τον καύσωνα, γεμίζοντας
παγάκια το μοναδικό κόκκινο ποτήρι που μοιράζονταν.
Έβαζαν τέρμα τη μουσική στα διαλείμματα, πήγαιναν σε συναυλίες και διασκέδαζαν τον καημό τους
με αγκαλιές και φιλιά και φώναζαν σε όλους, όσους προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν, πως αυτό
το καράβι θα πετύχει! ...όταν όλοι πίστευαν πως θα βουλιάξει από το πρώτο του ταξίδι…
…μην υπολογίζοντας κανέναν, συνέχισαν τις εργασίες κατασκευής του με πάθος, ώσπου έφτασε ο
περασμένος Αύγουστος να βάλει τέλος σε όλα τους τα σχέδια..
Τα πνεύματα οξύνθηκαν μεταξύ τους, διαφωνώντας για στοιχειώδη πράγματα που είχαν να κάνουν
με την πορεία και την ασφάλεια αυτού του καραβιού στο μέλλον, ενώ στο μακρινό παρελθόν μόνο
αυτό δεν τους ένοιαζε.
Ο ένας εκ των δύο αποστάτησε ξαφνικά από τις εργασίες κατασκευής του. Εγκατέλειψε τον άλλο
δημιουργό μόνο, απαιτώντας την ανεξέλεγκτη προσωπική του ελευθερία, χωρίς να τον ενδιαφέρει
πλέον η τύχη του πλοίου της “Αγάπης”.
Ο άλλος, νιώθοντας τόσο αδικημένος και προδομένος, προσπαθούσε επί ματαίω με χίλιους δυο
τρόπους να πείσει, πως έπρεπε αυτό το καράβι να αποπλεύσει για το παρθενικό του ταξίδι,
μεταφέροντας μέσα του την Αγάπη και την Ελπίδα σε άγνωστες και μακρινές θάλασσες, εφόσον ο
προορισμός του ήταν το μόνο που δεν τους ένοιαζε. Κι έτσι το πλοίο αυτό δεν κατάφερε να
ολοκληρωθεί πότε μέχρι σήμερα.
Τα σχέδια και τα όνειρα δύο ερωτευμένων, ήταν μόνο ικανά για να ξεκινήσουν τις εργασίες
κατασκευής του καραβιού, καταβάλλοντας πολύ κόπο, ώσπου το καραβάκι να απομείνει
μισοτελειωμένο στην Αθήνα, με γραμμένο πάνω του το όνομα “Αγάπη”.
Τι τραγική ειρωνεία...!
Αναρωτιέμαι, μήπως θα έπρεπε απ’ την αρχή να έχει ονομαστεί “Αναισθησία” “Πλάνη” “Ανταρσία”
“Εγκατάλειψη” “Σιχαμάρα” “Ψεύδος” “Ανημποριά” “Ανικανότητα” “Σταρχιδισμός” “Εγωισμός”
“Περηφάνια” “Μικρότητα” ή έστω “Φυγόπονη” μιας και η καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε το όνομά
του, τράπηκε σε φυγή...
…μια ιστορία θα σας πω που μοιάζει παραμύθι
μα ετούτη η αφήγηση λες γίνηκε στ’ αλήθεια
πριγκίπισσα ερωτεύτηκε έναν πρίγκιπα με πάθος
κι αυτός που την αγάπησε, την άφησε να φύγει
στην καύτρα του Καλοκαιριού, του καύσωνα τη ζάλη
δυο νέοι συναντήθηκαν στην πρώτη τη φορά τους
εκείνος ομορφόπαιδο, δεν είχε αγάπη άλλη
κι εκείνη ως πριγκίπισσα, αμόλυντη κι αγνή
στα μάτια κοιταχτήκανε και δώσανε το λόγο
πως θα ‘ναι ο ένας πάντα πλάι στον άλλο στη ζωή
κι ευθύς τ’ αποφασίσανε να γίνουνε ζευγάρι
ανδρόγυνο σε μια εκκλησιά, την πιο ερημική
γεμίσανε την πλάση και τον ήλιο, το φεγγάρι
φιλιά, αγκαλιές και στίχους που τους γράφανε μαζί
τον κόσμο όλο γυρίσανε μ’ ένα παλιό αμάξι
που φάνταζε σαν άμαξα με άλογα, χρυσή
για κοίτα πως αλλάζει τα φαινόμενα η αγάπη
σε μια στιγμή νομίζουμε, αφήνουμε τη γη
κι ευθύς σαν αστροναύτες πως πετάμε στο φεγγάρι
μα κάποτε ξυπνάμε κι ικετεύουμε ζωή
ο πρίγκιπας της χάρισε έναν κήπο με λουλούδια
αρώματα και χρώματα, μπορντό και βυσσινί
της δίδαξε αλήθειες και της έμαθε τα λόγια
που αφήσανε για προίκα ποιητές, οι πιο τρανοί
εκείνη τον δασκάλεψε στο ψέμα να πιστεύει
Θεό να προσκυνά, όσα το χρήμα ευημερεί
καλά, του είπε, είναι τα αισθήματα κι η αγάπη
μα δε γεμίζει η αγάπη την κοιλιά μας με φαΐ
για κοίτα τι παθαίνουμε και ζούμε μι’ αυταπάτη
νομίζοντας πως βρήκαμε το ταίρι μας στη γη
ο έρωτας, αγάπη μου, περνά απ’ το στομάχι
κι αν ήσουνα πιο πλούσιος, θα ήμασταν μαζί
εκείνη τον δασκάλεψε στο ψέμα να πιστεύει
γιατί ‘χε τη φωλίτσα της ακάθαρτη από πριν
του έλεγε πως ήτανε ανέγγιχτη από χάδι
πως άντρα δεν πλησίασε να πάρει ένα φιλί
το ψέμα της δεν έφτασε το δίκιο να σκοτώσει
η αλήθεια όπου κρύβεται μια μέρα θα φανεί
του έλεγε, τα μάτια του, την είχανε πληγώσει
κι αν έφευγε, θα έμοιαζε, πως έμεινε η μισή
στην καύτρα του Καλοκαιριού, του καύσωνα τη ζάλη
δυο νέοι συναντήθηκαν στην πρώτη τη φορά τους
νομίσανε πως πήρανε μορφή τα όνειρά τους
μα φαίνεται, οι πριγκίπισσες τελείωσαν στη γη…
...δεν είναι ωραίο να ακούγεται η βροχή του πρωινού;
πάνω στα μάτια και το πρόσωπο να πέφτουν οι ψιχάλες της
προσμένοντας το χάδι σου, αγάπη μου
μα πιο ωραίο το συναίσθημα να έχεις έναν κόσμο κλειδωμένο
φυλακισμένο το εγώ σου σε μηνύματα
και την καρδιά παραδομένη σε σκιρτήματα και λόγια ερωτικά
τις αγκαλιές και τα φιλιά σου ακουμπισμένα
σε πλακόστρωτους πεζόδρομους και υπόγεια περάσματα
που κάθε ημέρα περπατώνται απ’ του έρωτα τα βήματα, τα αισθήματα...
…μονάχα ζευγαράκια ερωτευμένα να καρφώνουνε το βλέμμα τους με μιας που σε φιλώ
και είναι μέρες που όλο τούτο δε μας φτάνει…
περάσαμε τα σύννεφα, πατήσαμε ουρανό
διαλύσαμε και χτίσαμε ξανά τα ίδια όνειρα για να έχουμε πορεία
φορές που σφίγγοντας το χέρι σου στη στάση του μετρό
τα κάστανα μετρούσαμε ψημένα, στο σταθμό
κι οι μνήμες πάντα ερχόντουσαν στην πρώτη γνωριμία
ώσπου τα δάκρυα στερέψανε και πήγα στο γιατρό
του είπα, περιέργως έχω πάψει πια να κλαίω
συνήθισα τα δάκρυα και τώρα αναπολώ
τις μέρες που τα μάτια μου φλεγόντουσαν για εσένα
κι αν φταίω που σ’ αγάπησα κι ακόμα σ’ αγαπώ, συγχώρα με!
μα έμαθα ν’ αφήνομαι ολόκληρος εγώ
και να ‘χω μιαν απαίτηση παρέα να ζητώ
να παίρνω όσα κέρδισα με κόπο χωρίς να ‘ναι χαρισμένα ούτε ένα
μα εσένα που σε κέρδισα με την αξία μου
και στη ζωή σου και στο θάνατο, μπροστά σου θα με βλέπεις
τα μάτια μου, το βλέμμα μου, τα χείλη μου
είτε γελούν, είτε σου κλαίνε, θα σου λένε
τον κάθε στίχο που έγραψα, την κάθε νότα, συλλαβή
την κάθε λέξη ερωτική που αμόλησα
την κάθε στάλα, την οσμή, τη γεύση της αγάπης θα σου λένε
κι αν όλα αυτά δεν σου αρκούν, αγάπη μου
θυμήσου πόσο όμορφα ακούγεται του πρωινού η βροχή
…και πέφτουν οι ψιχάλες της στα μάτια μας κι αγκάλιασε με…!

Mais conteúdo relacionado

Mais procurados

24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματαGIA VER
 
δημουλά
δημουλάδημουλά
δημουλάGIA VER
 
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...4ο Γυμνασιο αγιων αναργυρων
 
ελληνικά τραγούδια
ελληνικά τραγούδιαελληνικά τραγούδια
ελληνικά τραγούδιαMHTSOS2007
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
εικόνες σκηνοθεσίας
εικόνες σκηνοθεσίαςεικόνες σκηνοθεσίας
εικόνες σκηνοθεσίαςkaramoula
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
η αγάπη και ο έρωτας
η αγάπη και ο έρωταςη αγάπη και ο έρωτας
η αγάπη και ο έρωταςmariapara4
 
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Γιώργος Σ. Κόκκινος
 

Mais procurados (20)

Απάνθισμα 2017
Απάνθισμα 2017Απάνθισμα 2017
Απάνθισμα 2017
 
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
 
Poetry
PoetryPoetry
Poetry
 
Απάνθισμα © 2015
Απάνθισμα © 2015Απάνθισμα © 2015
Απάνθισμα © 2015
 
δημουλά
δημουλάδημουλά
δημουλά
 
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
 
ελληνικά τραγούδια
ελληνικά τραγούδιαελληνικά τραγούδια
ελληνικά τραγούδια
 
μυριβηλης μαχαιριά
μυριβηλης μαχαιριάμυριβηλης μαχαιριά
μυριβηλης μαχαιριά
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
 
εικόνες σκηνοθεσίας
εικόνες σκηνοθεσίαςεικόνες σκηνοθεσίας
εικόνες σκηνοθεσίας
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
 
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
 
Γκανας
Γκανας Γκανας
Γκανας
 
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
 
η αγάπη και ο έρωτας
η αγάπη και ο έρωταςη αγάπη και ο έρωτας
η αγάπη και ο έρωτας
 
Ποιήματα για την αγαπη
Ποιήματα για την αγαπηΠοιήματα για την αγαπη
Ποιήματα για την αγαπη
 
χωρίς συντηρητικά
χωρίς συντηρητικάχωρίς συντηρητικά
χωρίς συντηρητικά
 
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
H ποίηση μας γεμίζει συναισθήματα
H ποίηση μας γεμίζει συναισθήματαH ποίηση μας γεμίζει συναισθήματα
H ποίηση μας γεμίζει συναισθήματα
 

Semelhante a μέσα στον έρημο σταθμό

Aνεκπλήρωτος έρωτας
Aνεκπλήρωτος έρωταςAνεκπλήρωτος έρωτας
Aνεκπλήρωτος έρωταςgymagias
 
ο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηmariapara4
 
ο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηmariapara4
 
Xαριτίδης κ. Iωάννης "Xαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2016
Xαριτίδης κ. Iωάννης "Xαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2016Xαριτίδης κ. Iωάννης "Xαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2016
Xαριτίδης κ. Iωάννης "Xαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2016pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης Χαρίτον Ποντιακά Δίστιχα 2017.
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης Χαρίτον Ποντιακά Δίστιχα 2017.Χαριτίδης Κ. Ιωάννης Χαρίτον Ποντιακά Δίστιχα 2017.
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης Χαρίτον Ποντιακά Δίστιχα 2017.pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Litsa Pappa
 

Semelhante a μέσα στον έρημο σταθμό (16)

Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
 
Aνεκπλήρωτος έρωτας
Aνεκπλήρωτος έρωταςAνεκπλήρωτος έρωτας
Aνεκπλήρωτος έρωτας
 
ο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνη
 
ο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνη
 
Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Xαριτίδης κ. Iωάννης "Xαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2016
Xαριτίδης κ. Iωάννης "Xαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2016Xαριτίδης κ. Iωάννης "Xαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2016
Xαριτίδης κ. Iωάννης "Xαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2016
 
Poems romanticism
Poems   romanticismPoems   romanticism
Poems romanticism
 
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
 
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης Χαρίτον Ποντιακά Δίστιχα 2017.
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης Χαρίτον Ποντιακά Δίστιχα 2017.Χαριτίδης Κ. Ιωάννης Χαρίτον Ποντιακά Δίστιχα 2017.
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης Χαρίτον Ποντιακά Δίστιχα 2017.
 
Μικρές ποιητικές ασκήσεις
Μικρές ποιητικές ασκήσειςΜικρές ποιητικές ασκήσεις
Μικρές ποιητικές ασκήσεις
 
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
 
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες ΑργίαςΔιονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
 
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
 
Η ποίηση μας γεμίζει συναισθήματα
Η ποίηση μας γεμίζει συναισθήματαΗ ποίηση μας γεμίζει συναισθήματα
Η ποίηση μας γεμίζει συναισθήματα
 
H δυναμη του ερωτα
H δυναμη του ερωτα H δυναμη του ερωτα
H δυναμη του ερωτα
 
Έρωτας είναι η αιτία.pptx
Έρωτας είναι η αιτία.pptxΈρωτας είναι η αιτία.pptx
Έρωτας είναι η αιτία.pptx
 

Mais de Γιώργος Σ. Κόκκινος

Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσειη επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσειΓιώργος Σ. Κόκκινος
 

Mais de Γιώργος Σ. Κόκκινος (17)

Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
 
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΚατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Συμβατός δότης συναισθημάτων
Συμβατός δότης συναισθημάτωνΣυμβατός δότης συναισθημάτων
Συμβατός δότης συναισθημάτων
 
χιουμορωμογράφημα
χιουμορωμογράφημαχιουμορωμογράφημα
χιουμορωμογράφημα
 
Big timemargaritaria
Big timemargaritariaBig timemargaritaria
Big timemargaritaria
 
Parartima xeirismos hy
Parartima xeirismos hyParartima xeirismos hy
Parartima xeirismos hy
 
Parartima glwssomatheias
Parartima glwssomatheiasParartima glwssomatheias
Parartima glwssomatheias
 
Parartima epoxikoy
Parartima epoxikoyParartima epoxikoy
Parartima epoxikoy
 
Asep agglika
Asep agglikaAsep agglika
Asep agglika
 
The little prince in greek ant. de st exupery
The little prince in greek   ant. de st exuperyThe little prince in greek   ant. de st exupery
The little prince in greek ant. de st exupery
 
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσειη επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
 
Larry cool-poetry
Larry cool-poetryLarry cool-poetry
Larry cool-poetry
 
Asimos
AsimosAsimos
Asimos
 
Raw (1)
Raw (1)Raw (1)
Raw (1)
 
Printezis poihsi
Printezis poihsiPrintezis poihsi
Printezis poihsi
 

μέσα στον έρημο σταθμό

  • 1. Γιώργος σ. Κόκκινος ¨Μέσα στον έρημο σταθμό/ πάνε και έρχονται τα τρένα..¨ εικονες σιδηροδρομου τσιγαρας δ. - blogger (…θα το πάρω στο ταξίδι κολατσιό μου…!) © 2017 - Επιτρέπεται οποιαδήποτε αναδημοσίευση του παρόντος με αναφορά στον δημιουργό του..
  • 2. Ποίηση (σχεδόν!) μισού αιώνα (παρά μία Δεκαετία..) ~~~ Αγαπημένο μου παιδί, κόρη μου εσύ χαριτωμένη, φτερωτή μπορεί να έκλεισες τα χρόνια σου τα έξι μπορεί να έχασες τον φίλο που είχες χρόνια μα να προσέχεις κοίτα, πάντα τον εαυτό σου -μη να βρεθούμε, σ’ ένα στρέμμα κάτω, υπόγειο- εγώ σ’ αυτή τη φυλακή, σ’ έχω στον ώμο μου ίσα με έξι χρόνια τρύπησαν ρούχα, παντελόνια και εσώρουχα μα οι βαθιές αγάπες λένε δεν τρυπιούνται όσο περνούν τα χρόνια… φοβάμαι κάποιες μου φορές εκεί που στέκω αδύναμος κι ανήμπορος και μοναχός φοβάμαι κάποιες μου φορές πως θα με ψάχνεις θα στέκεις έτσι αγέρωχη και απαστράπτουσα σαν άλλο αετόπουλο ψηλά για ν’ αγναντεύεις κι εγώ πιο μόνος κι από σένα, πιο ταπεινός κι από πουλί πιο ξεχασμένος κι από παλτό σε βεστιάριο μα κι αν συμβεί το αναπάντεχο, θα ΄μαι χαρούμενος -πιο μακριά η δική μου η ψυχή απ’ τη δικιά σου- θα με παρηγορεί αν σε προσέχει η μαμά σου και μ’ ευτυχία θα γελάω που δεν με ξέχασες κι αν άλλαξες κελί… εγώ λοιπόν, που τίποτα δεν πρόλαβα μηδέ να ζήσω ένα κομμάτι απ’ τα όνειρά μου σε φυλακή άλλο δε θέλω να πληγώνεσαι στερνά θα φύγω, πριν να ματώσει η καρδιά μου
  • 3. τραβάω στις πλάτες μου του κόσμου όλα τα κόμπλεξ γι’ αυτό θεριέψαν τα δικά μου κι αγριέψανε κι αν μόνος έμεινα, δίχως κανέναν συντροφιά μου είναι γιατί αυτό τον κόσμο απαρνήθηκα στην αγκαλιά μου κι από τη χώρα που με γέννησε και με τους στίχους μου ζωγράφισα πληρώνοντας παράλληλα την καλοσύνη μου που χάρισα κάτι ανείπωτες στιγμές γεμάτες δάκρυα ήσουν εσύ που τρυφερά με τις φτερούγες σου με κάλυπτες -κάτι ανείπωτες στιγμές απελπισίας- ήσουν εσύ που την ελπίδα μου ζωντάνεψες πριν σφραγιστούν και τα δικά μου μάτια έχοντας το άλλο μου μισό για ν’ αρμενίζω στους τεθλασμένους διαδρόμους που ζωγράφισα όντας φτωχός, άνεργος κι άπορος και ξένος αποξενώθηκα σα παραστρατημένος σ’ αυτή τη χώρα που με γέννησε πληρώνοντας -αδέκαρος, πεντάρφανος και παραμελημένος- μαζί σου για παρέα μου, μα τόσο ευτυχισμένος όσα δε φτάνει ο χάρτης… χωρίς πατρίδα τώρα, ξένος χωρίς πυξίδα σαν διαβάτης -μηδέ ούτε ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου- μονάκριβή μου και πρωτότοκη χωρίς εσένα πού να πάω; που θα βαδίσω, μη γνωρίζοντας σ’ αυτό τον κόσμο που με πλάνεψε με τις «αξίες» του χωρίς μια θέση ούτε στον ήλιο, ούτε στη θάλασσα αγαπημένη φτερωτή μου εικόνα
  • 4. -που θα βαδίσω, μη γνωρίζοντας- ποιο είναι το χρώμα του νερού της θάλασσας πριν πάρω πρώτος τη ροή του ποταμού κι όπου με πάει βλέπεις, ούτε που άνοιξα το χάρτη για να ορίσω πιθανή αφετηρία κι ένα σημείο προορισμού -χωρίς πατρίδα κι εθνικότητα βαδίζω- και μ’ αδειανές τις τσέπες, συλλογίζομαι και βρίζω αν στη ζωή των ανθρωπίνων των πλασμάτων υπάρχει ακόμα τόσο γκρίζο που φτάνει για να βάψεις ουρανό… ...περνάει τη γέφυρα, το τρένο για Χαλκίδα στο παραθύρι εσύ να με κοιτάζεις ανήμπορος ο χειριστής να σταματήσει κι απ’ τη βραχνή ντουντούκα ο σταθμάρχης να φωνάζει .... ίσα που πρόλαβα να δω τα μάτια σου παίρναν το χρώμα του μελιού όταν τα φίλαγα στον ήλιο μόλις που άγγιξα τα τρυφερά σου χείλη πέρασες πάνω απ’ το κορμί μου σαν ταχεία στο φεγγαρόφωτο θυμίζεις έρωτα, γλυκόφωτη ηλιαχτίδα μεταλλικό νερό με άρωμα τριαντάφυλλο θυμίζεις όνειρο αλλόκοτο, σαν καταιγίδα που το μπουρίνι ξέσπασε πριν έρθει το Φθινόπωρο δεν περιμένω έναν Οκτώβρη για να βγω απ’ τη φωλιά μου μήτε που θέλω πια να δω, τα φύλλα της μουριάς να κιτρινίζουν και να πέφτουν το τρένο της αγάπης, άγγιξε Φθινόπωρο μα στα μισά του δρόμου εκτροχιάστηκε και πάει περνάει τη γέφυρα, το τρένο για Χαλκίδα σε βλέπω να ‘χεις ντύσει τα μαλλιά σου με χρυσή ακτίδα κι ένα κατάμαυρο μαντήλι
  • 5. κι αυτές οι λέξεις που μιλάω τώρα, μαύρες είναι μα περιμένω όλου του κόσμου το λευκό, να μας στολίσει τουλάχιστον να δώσει κάποιο νόημα στις μαύρες μας ημέρες ανήμπορος κι ο βιαστικός καιρός να σταματήσει... …είμαι κουρασμένος σήμερα, μη μιλήσετε! Βάδιζα, βάδιζα, βάδιζα με τις ώρες. Κάποτε έφτασα, έχοντας διανύσει απανωτά χιλιόμετρα εντελώς αναπάντεχα, ανέλπιστα, απρόσμενα, απροσδόκητα στην Ουτοπία. Τη φανταζόμουν διαφορετική, τόσο που αναρωτήθηκα αν την ανακάλυψα. Με διαβεβαίωσαν οι ιθύνοντες. Έσκυβα, έσκυβα, έσκυβα, έσκαβα, έσκαβα, έσκαβα, έσκαγα, έσκαγα, έσκαγα, έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα, έπεφτα, έπεφτα, έπεφτα, έφταιγα, έφταιγα, έφταιγα, έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα, έριχνα, έριχνα, έριχνα, έφτανα, έφτανα, έφτανα, έχυνα, έχυνα, έχυνα με τις ώρες... Ώσπου τελικά κατάλαβα πως βρέθηκα στη δύνη μιας μουν**** (σσσσσ, μη το πεις!) Πω πω αδερφέ, τι μουν**** (σκάσε σου λέω) ήταν τούτη! Μια υπέροχη συνεύρεση πολυτάλαντων νεανίδων, που ανέμιζαν μαγικά το θεϊκό τους κορμί, καλυμμένο από μισοφόρια ξεπλυμένα, ξεβαμμένα, ξεσκισμένα, ξεσκονισμένα, ξεπεταγμένα, ξεπαστρεμένα, ξεχασμένα, ξεπουλημένα, ξεχαρβαλωμένα, ξεκοιλιασμένα, ξεχειλωμένα, ξεγυρισμένα, ξελιγωμένα τα μάτια όλων των αρσενικών παρευρισκόμενων τεκνών της μαγευτικής Ουτοπίας. Κι εγώ έμενα να κολυμπάω χαμένος μέσα στο χείμαρρό της να με παρασέρνει, τη μια από εδώ, την άλλη από εκεί, τη μια από τ’ αστέρια και την άλλη απ’ το μουν**** (βούλωστο λέμε!) την άγνωστη πλευρά του φεγγαριού της. Είμαι κουρασμένος σήμερα, κοιμήθηκα χάλια, ξύπνησα μ’ ένα δυνατό πονοκέφαλο να με ζαλίζει όλη τη μέρα, να με τρελαίνει, να με παρασέρνει στη δύνη της. Πάλι με σκέφτεσαι φεγγαρένια μου;;;; ...θέλω να προσκυνήσω, μ’ ένα χλωμό φεγγάρι όπως βαρούν τα τύμπανα, στους ήχους της καρδιάς μιας χορωδίας φλόγα, να ‘μαι χορδή που σπάει κι όλα τ’ αστέρια να ‘χουνε, το χρώμα της φωτιάς θέλω η ζωή να στάζεται, στάλες απ’ τ’ άγγιγμά σου με τ’ αλμυρά χαστούκια της, δάκρυα να μετράει όπως τ’ αμπάρια σχίζονται, στα μακρινά πελάγη και τα πανιά κυκλώνουνε το πλοίο και πετάει απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω κι η μουσική ακούγεται, στέρφα μονοκραυγή φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με λυσ’ τα μαλλιά σου, να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί αχ πριγκηπέσσα να ‘νιωθε, το βλέμμα σου ο Βαρδάρης τα μακρινά χιλιόμετρα, να ‘ταν μια σπιθαμή κι απ’ τα φτερά εν’ αγέρι, να ‘ρχοταν να σε πάρει στους μυθικούς ορίζοντες, που ‘καμα προσευχή αχ πριγκηπέσσα γύρεψα, το μίσχο των χειλιών σου λουλούδι μου πανέμορφο, παρθένο μου πουλί κι αν τη ζωή μου ζήλεψα, να δώσω στη ζωή σου με πλάνεψε ο Έρωτας κι επέστρεψα στη Γη
  • 6. απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω κι η μουσική ακούγεται, στέρφα μονοκραυγή φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με λυσ’ τα μαλλιά σου, να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί... ...έμεινα λειψός από ψυχή κι αισθήματα. Τώρα ξέρω ν’ αγαπώ ό,τι μου έμαθες ν’ αγαπάω. Μα μου λείπει ακόμα η φωνή σου, όπως μίλαγε και τριγύριζε γύρω-γύρω απ’ τ’ αυτιά μου. Ζήσαμε κάτι έντονο είπες, που μόνο οι δυο μας γνωρίζουμε. Μετά αντίο. Ήρθε ο Χειμώνας. Είναι μάλλον ο πιο αργόσυρτος Χειμώνας που έχω ζήσει. Τώρα κλαίω. Γιατί δεν έχω κάτι ωραιότερο να κάνω. Τώρα τραβάω γραμμές σ’ ένα άδειο τετράδιο, προσπαθώντας να το γεμίσω. Το χέρι δε βρίσκει τις λέξεις. Το στόμα δε βρίσκει τα λόγια. Νιώθω άφωνος. Είμαι μια στήλη άλατος, ένα άγαλμα που δεν μπορεί να κινηθεί. Ένα κουφάρι, που δεν μπορεί να τρέξει να σ’ αγκαλιάσει όπου κι αν είσαι. Τώρα η αγκαλιά μου δεν έχει χρώματα. Όλα εκείνα τα κοριτσίστικα χρώματα που τη γέμιζαν. Τι να κρατήσω για μένα; Μονάχα το μαύρο μου έμεινε να φοράω. Ζωγραφίζω καπνούς και τσιγάρα. Δωμάτια νοσοκομείων στη μέση του πουθενά, με χειρουργημένους ασθενείς. Με ορούς στα χέρια και σύριγγες στο κορμί τους. Ζωγραφίζω το σήμερα σα να είναι η τελευταία μου μέρα. Θα ‘θελα να την πέρναγα στην αγκαλιά σου. Σ’ ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα, με μεγάλο κήπο, για να χωράει τις τριανταφυλλιές σου. Ακόμα και τ’ όνομά μου το πήρες. Ξέχασα πως με λένε. Αισθάνομαι κατά καιρούς πως με φωνάζουν, αλλά τρέμω να γυρίσω το κεφάλι, μήπως συναντήσω το παρελθόν μας τη στιγμή του αποχωρισμού. Εμείς δεν κλάψαμε κοιτώντας ο ένας τα μάτια του άλλου στο αντίο μας. Ξέρω πως έκλαψα, μέσα μου. Κι όλες οι υπόλοιπες μέρες μου ήταν μουσκεμένες. Εμείς δεν αφήσαμε ταυτόχρονα τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάτια, γι’ αυτό που μας περίμενε στη γωνία. Έγινε το “εμείς” ένα μοναχικό “εγώ” μέσα σε μια νύχτα. Κι από μακριά το αποχαιρετούσαμε μ’ ένα αντίο, όπως ψυχορραγούσε. Εμείς δεν κλάψαμε την ώρα που δίναμε στα χείλη το τελευταίο φιλί μας, πιστεύοντας σε κάποια ελπίδα πως δε θα ‘ταν τελευταίο. Μα έπρεπε να βγάλεις τα σκουρόχρωμα γυαλιά σου απ’ το πρόσωπο τη μέρα εκείνη, να δεις τα μάτια μου. Έλειπε το χαμόγελο απ’ τα χείλη μου. Έλειπε γιατί το έπνιξα με τα δάκρυα. Την ώρα που έβλεπα την αγάπη μας να πεθαίνει. Να, γι’ αυτό ζωγραφίζω νοσοκομεία και σύριγγες. Στον ύπνο μου βλέπω τις παιδικές μου ανάγκες. Φαΐ απ’ την αγάπη σου. Νερό απ’ τα χείλη σου. Παραμύθι απ’ τη φωνή σου.
  • 7. Αγκαλιά απ’ τα χέρια σου. Και γαντζωμένος πάνω στο κορμί σου, να πηγαίνουμε βόλτες... ...τούτες οι μέρες είναι από ‘κείνες, όπου το δάκρυ δε διώχνει τις έγνοιες του. Τούτες εδώ είναι ακίνητες, άλαλες. Είναι ασάλευτες και χουχουλιάρες στη ζέστα του κρεβατιού. Είναι οι χειρότερες μέρες του. Φυλακισμένες σ’ ένα πέτρινο κάστρο, εσώκλειστες, δίχως παράθυρο. Τώρα θ’ απλώσω τις μακριές κοτσίδες μου, ν’ ανέβει η πριγκίπισσα από τα μακριά μαλλιά μου. Τα παραμύθια άλλαξαν κι οι εποχές αρρώστησαν. Τα συνθήματα στους τοίχους χάθηκαν, όταν μιλούσαν για τον έρωτα. Όλα σκαρτέψανε απότομα. Μα εσύ ψηλά κι εγώ στα κάτεργα. Που είσαι λατρεία μου; Κι ετοιμάζω κοντσέρτο της νύχτας, για δύο λαβωμένες καρδιές κι έναν ανέλπιστο έρωτα. Κρουστά θα πάλλονται στο κάλεσμά σου και τρομπέτες λύπης θα υφαίνουν τη μελωδία σου. Μια βελονιά για τις παντοτινές, του έρωτα τις υποσχέσεις που δώσαμε. Μια βελονιά που θα ματώνει τα κουφάρια μας στο στήθος απ’ την προδοσία. Κι οι στίχοι να μιλούν για κάποιον τελειωμένο, όποιος κι αν είναι. Τώρα μονάχα ως αντάλλαγμα μπορώ να φτιάξω εφιάλτες, αντί για κάστρα με ιππότες και άλογα. Για να ξυπνάς απότομα και να πετάγεσαι απ’ τη θέση σου, να με θυμάσαι. Τώρα μονάχα ως αντάλλαγμα μπορώ να γίνω ένας μικρός τυμπανιστής κι ένας δεινός Προκρούστης. Να τριγυρνώ στις γειτονιές Χριστούγεννα μεσάνυχτα, σαν καλικάντζαρος, για να πουλάω σπίρτα στους αγροίκους. Και θα φορώ τα ξεσκισμένα μου εσώρουχα που τα ‘ραψες, αγαπημένη μου μελαγχολία. Κυκλοφορεί στις φλέβες μου ο καρκίνος κι η νικοτίνη αντί νερού στο αίμα, με ποτίζει. Τον διοχετεύω να ρέει στις λέξεις μου και ξεκουράζομαι σαν άγγελος πάνω στα σύννεφα. Μου ‘ρχεται να ξεράσω. Είμαι ο Γιώργος σας. Ετών όσο θέλω εγώ. Ξεκινώ τη γραφή με το χρώμα χακί. Εν-δυο, εν-δυο, προσοχή. Ένα από τα ατελείωτα Σαββατόβραδα με παροτρύνει να αγγίξω τις ευαίσθητες χορδές σας. Να σας παίξω μια λυπητερή μελωδία, χωρίς αρχή και φινάλε. Κάτι βαραίνει από τώρα την πλάτη μου. Τύψεις. Που χαθήκατε τύψεις; Που χαθήκατε ενοχές μου; ψάχνω απεγνωσμένα για την ένοχη συνείδησή μου. Γέρνω, βαραίνω, κρυώνω. Κανείς δεν έρχεται να σκεπάσει την πλάτη μου... ...τώρα πετάνε γαντζωμένα στα φτερά πουλιών, τα μεσημέρια ιδρώνει το ‘να απ’ τ’ αυτί και κλαίει απ’ τα μάτια μα δε ρωτάει πόσος έμεινε καιρός για να μαζέψει τα κομμάτια και τ’ άλλο μένει πίσω του, να ισιώσει το σκυφτό κορμί του και στέλνει γράμματα και ραβασάκια ερωτικά γεμάτα σχέδια με καρδιές κι άλλες καλλιγραφίες να μη νιώθει μόνο. Κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά έλα που τώρα σαραντάρισα κι έχω κρατήσει εν’ αριθμό ταυτότητας να σε θυμάμαι όπως σ’ έβλεπα να πνίγεσαι μέσα σε γράμματα άλφα-ζήτα-μηδέν-επτά-επτά-εννιά-εννιά-μηδέν. Ουδέν
  • 8. απ’ όξω πέρναγε η ταχεία των οκτώμισι μα εσύ σαν πάντα, αργοπορούσες να τη φτάσεις κι έμενα μόνος στο βαγόνι επιβάτης ..... μου λένε τα χειλάκια σου πως θες φιλί φιλί, που το φιλέψανε μ’ άλλα φιλιά οι φίλοι φιλί που το φυλάγανε σε χρυσαφιά φαλτσέτα, χρόνους δεκαεπτά Μανιάτες, Κρητικοί, Μεσσήνιοι έμποροι Σαλονικείς και Πειραιώτες ναυτικοί τ’ ανάθρεψαν κι αυτό μεγάλωσε και γίνηκε τεράστιο φιλί, σαν καραβιού προπέλα έλα, μη μου ματώνεις, μη μου θυμώνεις, χαμογέλα εγώ σταμάτησα μονάχα να σε δω, γιατί σε βρήκα όμορφη και στην τιμή μου, δε θ’ αγγίξω ούτε τα ρούχα σου - που λόγος για τ’ απόκρυφα σημεία της ψυχής σου; - μια χάρη κάνε, σκούπισ’ τα μάτια σου δεν ηρθ’ ακόμα η ώρα, να γεμίσουμε με δάκρυ το ποτάμι να σαλπάρουμε μπορούμε απλά να τιθασεύσουμε εν’ αγέρα ή κάποιο ταπεινό υπερατλαντικό πουλί, να μας πετάξει κι αν πάλι πέσουμε στη θάλασσα θα ζώσουμε στη μέση μας σωσίβιο, τις χίλιες αναμνήσεις που τις γεμίσαμε μαρτύριο και πίκρες απ’ τους χρόνους που λίγο-λίγο κάθε αυγή, κεντούσαμε με δάκρυα απ’ τους παλιούς μας έρωτες, που προκαλέσαν πόνους κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά κορίτσι έτοιμο να βγει στη ζητιανιά για λίγη αγάπη κι εγώ ένας πρίγκιπας που ‘χε στα χέρια του χρυσό γοβάκι να σε ψάχνω. Ακόμα ψάχνω γιατί δε βρήκα που κοιμίζεις το κορμί σου όταν αφήνεις το ταξίδι μήτε στο δρόμο, αν απλώνεις τα κομμάτια των ονείρων σου σαν πέτρες, να μου φτιάξεις μονοπάτι άκου λοιπόν κι ετούτο για να φύγω - μπλεχτήκαμε στα παραμύθια - κι όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια μου κι αν θ’ ανταμώσουμε ποτέ, θα ‘ναι τα λόγια μετρημένα άλφα-ζήτα-μηδέν-επτά-επτά-εννιά-εννιά-μηδέν. Ουδέν... ...είναι γαλάζια τα μάτια του Θεού απόψε και καστανόχρωμα τα δάκρυα. Τα σύννεφα λευκά. Είναι πολύχρωμο το φεγγάρι σήμερα, μάτια μου. Ο ουρανός σου. Ντομάτα, φέτα και ψωμί, ζαμπόν. Αντζούγιες, σέλινο, κρεμμύδι, σκόρδο.
  • 9. Χωρισμένος στα οκτώ. 8. Οκτώ η ώρα λέγαμε στο παρελθόν, να χτίσουμε το μέλλον μας. 8. Οκτώ είμαστε όλοι κι όλοι. Το μόνο που δεν πείραξα, είναι τα καστανά μαλλιά μου. Κι έχουν μακρύνει, χύνονται σα λάβα από ένα ηφαίστειο που βράζει. Οκτώ. Οκτώ ασπρόμαυρα κοκαλάκια για τα μαλλιά έχουν μείνει, να ετοιμάσω τις κοτσίδες μου, να τις τραβήξω. Τι σου’ λεγα; Οκτώ η ώρα θα ‘ρθω να σε βρω... (ολόκληρο..) Άγχος, ακρίβεια, αποξένωση, πλήξη, βαρεμάρα, επιθυμία, λαχτάρα, προσμονή, φίλεμα, φιλί, λύπη, καημός, πίκρα, δάκρυα, ανασφάλεια, υπερένταση, αρρώστια. SOS. SOS. Άνθρωπος στη θάλασσα. Άνθρωπος στη θάλασσα. Η πένα είναι η πενία του πνεύματος. Θα προτιμήσω ξανά τον παλιό μου μαύρο μαρκαδόρο. Τούτη που αγόρασα, γράφει χειρότερα κι από φτηνιάρικο μολύβι του supermarket. Εκτός του ότι η γραφή της είναι θολή σα λιμνάζον ύδωρ, παχιά σαν πρασινόμυγα του Αυγούστου, αδιευκρίνιστη, άχαρη, απρόσωπη, χωρίς λογική συνέχεια και γεμάτη ανακολουθίες, χύνει θαμπό μελάνι απ’ την αμπούλα και θυμίζει κάτι σε νοτισμένο τζάμι στην καταιγίδα. Ελαφρύ blue, σαν τα γαλανά Ισπανικά μάτια σε μια καταγάλανη παραλία του Ειρηνικού. Σχώρα με. Δε βρήκα μαρκαδόρο που να με εκφράζει για να σου γράψω το τελευταίο γράμμα. Ανυπομονώ να το διαβάσεις. Ν’ ανοίξεις το φακελάκι βεβιασμένα, να ρουφήξεις το περιεχόμενο σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όπως έκανες και μπροστά μου. Αλήθεια, πως έμαθες να διαβάζεις τόσο γρήγορα και να απαντάς αυτόματα μ’ ένα φιλί στο στόμα; Θα μου πεις; Είναι γαλανά τα μάτια του Θεού απόψε και το χρώμα των λέξεών μου το ίδιο γαλάζιο. Δε ζητώ τίποτα περισσότερο σήμερα. Λυπήσου με. Αρκεί μονάχα μια γραμμή του μολυβιού σου, σαν απάντηση. Η ευθεία γραμμή θα σημαίνει πολλά. Η τελεία θα αποκλείει το παραπάνω ενδεχόμενο. Τόσο απλά. Άλλαξα κάποιες από τις συνήθειές μου το τελευταίο διάστημα. Δοκίμασα να απαλλαγώ από εκείνο το μαύρο μαρκαδοράκι που έσταζε κάργα μελάνι, λες και πότιζε με μαυρόχρωμα τα χωράφια. Νιώθω ξένος στον τόπο μου, αλήτης στη γειτονιά μου. Νιώθω παρείσακτος στο σπίτι μου. Είναι γαλάζια τα μάτια του Θεού απόψε και καστανόχρωμα τα δάκρυα. Τα σύννεφα λευκά. Είναι πολύχρωμο το φεγγάρι σήμερα, μάτια μου. Ο ουρανός σου. Ντομάτα, φέτα και ψωμί, ζαμπόν. Αντζούγιες, σέλινο, κρεμμύδι, σκόρδο. Χωρισμένος στα οκτώ. 8. Οκτώ η ώρα λέγαμε στο παρελθόν, να χτίσουμε το μέλλον μας. 8. Οκτώ είμαστε όλοι κι όλοι. Το μόνο που δεν πείραξα, είναι τα καστανά μαλλιά μου. Κι έχουν μακρύνει, χύνονται σα λάβα από ένα ηφαίστειο που βράζει. Οκτώ. Οκτώ ασπρόμαυρα κοκαλάκια για τα μαλλιά έχουν μείνει, να ετοιμάσω τις κοτσίδες μου, να τις τραβήξω. Τι σου’ λεγα; Οκτώ η ώρα θα ‘ρθω να σε βρω. Περάσανε κι οι πόνοι που με σφάζανε. Και το στομάχι όλο ζητάει περισσότερο φαγητό. Μα δε δοκίμασα ούτε ένα κομματάκι απ’ το παστίτσιο. Οκτώ. Οκτώ τσιγάρα μου’ χουν μείνει για το βράδυ. Δεν κάνω δίαιτα στο κάπνισμα. Όλα θα τα πιω. Το τσιγάρο πάντα μου θύμιζε πράγματα και καταστάσεις. Κάθε μάρκα φέρνει στο μυαλό μου περιστατικά, είτε καλά, είτε άσχημα. Θα πεθάνω μια μέρα με το τσιγάρο στα χείλη, γιατί ποτέ δεν άκουγα τις συμβουλές των άλλων και δες που κατάντησα. Μόνος, πικραμένος, αποξενωμένος, περήφανος για τις αλήθειες μου, πανευτυχής για τις ιδέες μου, θύμα των αρχών μου, γιατί δεν πρόδωσα τις σκέψεις μου. Κι ήταν οι αλήθειες που στάθηκαν η αφορμή, για να γνωρίσω τον αληθινό χαρακτήρα των υπολοίπων γύρω μου. Σου’ λεγα λοιπόν, για το γαλάζιο της θάλασσας και τ’ ουρανού. Για τα μπορντό τριαντάφυλλα, που μαδάνε τα πέταλά τους μόλις τα φορέσεις στο χέρι. Σου ‘πα για το κόκκινο του πάθους και του έρωτα; Ούτε λέξη. Πέρασε ο έρωτας, έσβησε το πάθος κι έμεινε μια αλήθεια να θυμίζει την αλήθεια σου. Πιάστηκε το χέρι απ’ το γράψιμο. Αλήθεια; Έλα να μου το γιατρέψεις. Με το μασάζ και τη βοήθεια της ομοιοπαθητικής. Έλα να με γιατρέψεις. Μ’ ένα
  • 10. φιλί απ’ τα χείλη σου, μια φλόγα απ’ την πνοή σου. Το χάδι απ’ τα χεράκια σου, τ’ αχτένιστα μαλλιά. Έλα να με πονέσεις. Χάθηκε σαν τ’ αγέρι, πάνω απ’ τη θάλασσα του Μαραθώνα, η αγαπημένη. Λίγο πιο πέρα απ’ τον Τύμβο. Τα μάτια της δεν είναι γαλανά, μα είναι θάλασσες. Τα χείλη της δεν είναι πορφυρά, μα είναι άσβεστα πάθη. Κοίτα με. Ένα βλέμμα σου, έτοιμο να με πνίξει στα γαλανά σου κύματα. Καράβι έτοιμο να ναυαγήσω, να τσακιστώ. Φίλα με. Σκαρί δαρμένο απ’ τα κύματα, με τους ιστούς σπασμένους και τα πανιά λυτά. SOS. SOS. Άνθρωπος στη Θάλασσα. Άνθρωπος στη θάλασσα των ματιών σου... …στό δρόμο μου ὅπως βάδιζα τούς τελευταίους μῆνες μ’ ἀνθρώπους συναντήθηκα γεμάτους ἀπορίες μέ ρώταγαν πώς πέρναγα κι ἄν ἔσβησαν οἱ αἰτίες ὅπου μακριά μέ κράταγαν ἀπό τήν ἀγκαλιά σου τούς ἔλεγα πώς πέθανα, πώς ἔφυγα ταξίδι πιό πέρα κι ἀπ’ τό θάνατο, μακριά ἀπ’ τήν καρδιά σου τούς ἔλεγα πώς ἔσβησα, πώς ξέχασα τό ὄνειρο πῶς ἔφταιξα, πώς ἔφταιξαν τούς ἔλεγα, οἱ αἰτίες μ’ αὐτοί δέ μέ πιστεύανε, μέ νόμιζαν σακάτη πῶς τό μυαλό λωλάθηκε μετά τό χωρισμό πῶς θά περάσει μου ἔλεγαν στό χρόνο, τό γινάτι πῶς θά γιατρέψει τήν πληγή ἕνα ἄλλο θηλυκό κι ἐγώ τούς ἀπαντοῦσα ἀγάπη μου, μέ γλύκα τή γλώσσα μου τήν ἐπλενα μέ ζάχαρη χυμό πασπάλιζα τά λόγιά μου μέ μέλι καί μέ πίκρα μακριά της ἔλεγα, ἄν θά ζεῖ, μακριά θά ζῶ κι ἐγώ ὥσπου νά ἔρθει ἡ στιγμή ξανά ν’ ἀνταμωθοῦμε γιά βέβαιο τό νόμιζα αὐτό τό σκηνικό γιά τώρα, γιά τό αὔριο, στόν πιό γλυκό παράδεισο νά σμίξουμε τό ἤθελα, ἀκόμα καί στό θάνατο νά ἑνώσουμε τά θραύσματα πού σπάσαν ἀπ’ τούς δυο ἡ ζάχαρή μου ἔλιωσε ἐπάνω στά γραπτά σου κολλήσανε τά γράμματα καί γίναν φυλαχτό μυρίζουνε οἱ λέξεις σου ἀκόμα τ’ ἄρωμά σου μά πῶς νά γιατρευτεῖ ζωή μου αὐτό τό “σ’ ἀγαπώ”; ... ἄρρωστος μῆνες, μακριά ἀπό τή φωνή σου νεκρό, ἀκούνητο μωρό μακριά ἀπό τό χάδι θλιμμένος τόσο πού σέ ἄφησα ἀπ’ τά χέρια μου μετανιωμένος καί τρελά ἀπαρηγόρητος μ’ ἕνα κερί γιά συντροφιά ἀπ’ τά δικά σου ... λοιπόν ἀγάπη μου γλυκιά, γιά πές μου τώρα γιά καύσιμα ἔχουμε ἐμᾶς καί τήν ἀγάπη μας λόγια καί κίνητρο, σιρόπια καί παλάτι σκοπό νά ὑπάρχουμε μαζί, τί λές πῶς ἔχουμε; πῶς τίποτα ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο δέ θά ὑπάρξει
  • 11. νά καταστρέψει τό παλάτι μας πού χτίσαμε τό ζαχαρένιο παραμύθι νά χαλάσει πῶς τίποτα ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο δέ θά ὑπάρξει ἄλλος κανείς νά καταστρέψει τούτη τήν ἀγάπη μονάχα ἄν εἶναι μόνο ἐμεῖς, πού τήν ποτίσαμε μέ δάκρυ καί τήν ἀνθίσαμε μέ στίχους νά ὁδεύει πρός τό ἄπειρο... ...μη με ρωτάς που πήγαν τόσα χυμένα δάκρυα ... κανέναν δακρύβρεχτο παραπόταμο δε γνωρίζω απ’ το μάθημα της Γεωγραφίας παρά μόνο, ότι τρέχω και κυλάω μαζί του κι όπου πάει, με κατευθύνει είμαι έρμαιο πατημένων συναισθημάτων, πεθαμένων αναμνήσεων, αλησμόνητων φιλιών έρμαιο σου λέω, κάποιων κακεντρεχών στιγμών μη με ρωτάς ποιος είναι ο επόμενος πλησιέστερος σταθμός γιατί το μόνο που γνωρίζω είναι πότε θα ξυπνήσω πότε θα ντυθώ, πότε θα φάω, πότε θα πάρω τα κλειδιά να φύγω τρώω μνήμες δακρύων και πόνου μη με περιμένεις για το δείπνο, δε γνωρίζω πότε θα γυρίσω θ’ αργήσω... Μα πως σε λένε; Ούτε που θυμάμαι! Πως σε γνωρίζω; Πες μου! Που με ξέρεις; Είμαστε άγνωστοι μικρή μου, εμείς δυο ξένοι μες τον κόσμο κι απ’ τα πολλά που έγιναν, ξεχάσαμε που πάμε... μα πως σε λένε; Δε θυμάμαι! Καληνύχτα... (και τώρα;..) …ένα σκαλί, πριν να σου πω “αντίο” και πριν στερνά σε χαιρετίσω μια ώρα που θα κοιτάζω τα μάτια σου κι ο αγέρας θα τραμπαλίζει, τα μπλεγμένα μαλλιά σου δεν έφταιξα μόνο εγώ αλλά κι οι δύο ίσως γιατί το γρήγορο της ώρας, πέρασε όπως θα πέρναγε ένα τραίνο απ’ το κατώφλι σου δίχως ποτέ να σταματήσει, να σε πάρει και δε σε πήρα, ούτε σε γνώρισα ούτε ξαπόστασα, μήτε περίμενα πως θα ‘ταν έτσι η πρώτη αρχή στην κατηφόρα τώρα η ζωή κατρακυλάει, σε παρασέρνει τις αναμνήσεις σου, διαγράφει απ’ τη μνήμη -σώπα- να μην ακούς τι λέει ο κουρασμένος επιβάτης ούτε κι ο δύστυχος ζητιάνος
  • 12. που ναυάγησε, στο πρώτο σκαλοπάτι σου “ζωή”, έτσι ειν’ τα πρώτα καρδιοχτύπια κι οι παιδικοί μας έρωτες, αρρώστιες που δε γιατρεύονται ποτέ κι ούτε πονάνε μονάχα σφάζουν τις πληγές που μας πληγώσανε εμείς εκεί είμαστε μέτοχοι στο πανηγύρι του έρωτα και ψάχνουμε φτηνές δικαιολογίες να τον πιούμε -φτάνει- εγώ ζωγράφισα τα μεσιανά κατάρτια σου κι εσύ ένα πλοίο που μπαρκάρισε, για άγνωστο λιμάνι τώρα, να μη ζητάς συγνώμες κι υποσχέσεις πρωί-πρωί θα ανεβάσω άγκυρα να ταξιδέψω και τις φτωχές, τις ορφανές ιδέες μου θα δέσω να μην τις κλέψουν, οι επόμενοι σουλτάνοι γιατί μπορεί να έκαμα το λάθος να σ’ αγγίξω μα τα θολά σου μάτια, δε θα βλέπω αν με κοιτούνε -άρα- φτάσαμε εδώ που τα πουλιά αργοπατούνε που αργοπεθαίνουν τα λουλούδια εδώ που φτάσαμε, ειν’ το τέρμα κι άλλος πια δρόμος, να βρεθούμε δε χαράχτηκε... …ήταν στα χείλη στολισμένη η αγάπη κι απ’ το ποτήρι έσταζε ροδόσταμο κι αστρόνερο ήταν κρυμμένο το φεγγάρι απ’ την καρδιά μας και η πνοή μου βάλσαμο, στα κουρασμένα μάτια του εμείς κινήσαμε, λουλούδι μου για ένα ταξίδι πιο μακρύ από τ’ αστέρια εσύ τριαντάφυλλο γαλάζιο κι εγώ ένα κόκκινο ηλιοτρόπιο να σε φωτίζει κι έχει το χρώμα γαλανό, με πιτσιλιές πινέλου η οροφή του και δε μας νοιάζει πιότερο, παρά στον έρωτά μας να ‘χει δροσιά το πρωινό που θα ξυπνούμε χαράματα να σμίγουμε στο ΕΝΑ τη μαγεία κι έχει το χρώμα καστανό, στα μάτια και στα χείλη που όταν ματώσουν γίνονται τριαντάφυλλα στο πάθος και δε μας μέλλει η ζωή, αν γίνει μερτικό τους παρά μονάχα το κορμί να μαρτυράει “Μαρία”...
  • 13. .... ντύσου καλά μη μου πουντιάσεις απ’ τ’ αγιάζι έχει παλιόκαιρο και βρέχει στη γιορτή μας σαν το φαντάρο θα σου στέλνω τα φιλιά μου και σα ναυτάκι που τον πλάκωσε το κύμα .... γίνηκε ολόγιομη, του φεγγαριού η αγάπη μας κι όλες τις νύχτες, που σ’ αγκάλιαζα τρομάζαν οι εφιάλτες γι’ αυτό σου λέω, έλα πάμε να προλάβουμε το τραίνο που περνάει έξω απ’ την πόρτα μας πάμε να πιάσουμε την τελευταία ηλιαχτίδα που σφηνώθηκε στους βρόγχους του φωταγωγού .... που να ‘βρω τώρα αντοχή να πνίξω τον καημό; μακριά από σένα, ένας άνθρωπος μισός μισός ανδρείκελο, μισός φλεγόμενο πουλί που προσδοκά να σώσει τα φτερά του σκισμένα γράμματα, κομμάτια φυλαγμένα απ’ της χαράς που νιώσαμε, την τελευταία λέξη ίσως γιατί το γλήγορο της ώρας, πέρασε όπως θα πέρναγε ένα τραίνο απ’ το κατώφλι σου δίχως ποτέ να σταματήσει, να σε πάρει... .... φτάσαμε εδώ που τα πουλιά αργοπατούνε που αργοπεθαίνουν τα λουλούδια εδώ που φτάσαμε, ειν’ το τέρμα κι άλλος πια δρόμος, να βρεθούμε δε χαράχτηκε... ...κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, μεθυσμένα η ώρα φεύγει, σαν το τρένο της γραμμής μα το ταξίδι δε θα κάμει, θα το δεις κι ούτε στον πιο μικρό σταθμό θα φτάσει που ‘χει χαράξει η ζωή, για να σταθμεύουν τρένα. Κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, απορημένα ήσουνα δίπλα μου, σ’ αντάμωσαν νωρίς μα ούτε πρόλαβα μια λέξη ν’ απαντήσω. - Σώπα - και πες μου αν οι μυγδαλιές κι οι παπαρούνες της Άνοιξης έχουν ανθίσει στα περβόλια του ονείρου.
  • 14. Ξυπνώ νωρίς τα πρωινά κι η μόνη σκέψη μου, ν’ ανοίξω το παράθυρο να ειδώ τα πρώτα τους μπουμπούκια - μπουμπούκι μου - να ξεπετάγονται σαν κρίνα απ’ τη σιωπή... ...τα μάτια της δε μ' είδανε, ούτε στάλα κοιτούσε λες, αμήχανα τις θέσεις γεμάτο το βαγόνι, μ' επιβάτες επόμενος σταθμός, οι έρωτές της Στα μάτια της τα θεία, δυο καθρέπτες καθρέπτιζαν, τη γλύκα της ψυχής της τα μαύρα της μαλλιά, πλημμυρισμένα το μαύρο παντελόνι, μ' ετικέτες ... Μονάχα, να ξανάβλεπα τα μάτια μια στάλα, να της μίλαγα στα χείλη από έρωτος αγκάλη, ξεπεσμένος κι ας μου΄ γνεφε, αν έχει αλλού καντήλι κι αν φέγγει, της ψυχής της τ' αγιασμένα Κι απέμεινα μονάχος, στο βαγόνι το τρένο να ουρλιάζει, να χτυπιέται στις ράγες του, πετάχτε με κι εμένα ανίκανη η καρδιά μου, ν' αγαπιέται… (..το αντίο δε το γιάτρεψε ο χρόνος, και δρόμο τώρα αλλάζει ο ταχυδρόμος..) ...αντίο λέμε “γεια χαρά” σαν αποχωριζόμαστε σα φίλοι, σα γνωστοί, σαν ξένοι π’ ανταμώσαμε τυχαία όπου αφήνουμε ελπίδες μα η ίδια η ζωή, μας ρίχνει τις ευθύνες κι απάνω που κοντέψαμε το στόχο μας με μιας κάποιος εχθρός στήνει παγίδες αντίο λέμε, σαν χωρίζουν και τα μάτια μας και πλέον δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ ανταμώσουν τί κι αν τις λιγοστές ελπίδες μας ζυγίσαμε τί λόγια κι αν αλλάξαμε στα χείλη, τί φιλιά τί όνειρα κι αν κάναμε πριν ακουστεί τ’ αντίο αυτό αποφασίστηκε, εδώ, σε μια νυχτιά κι η μέρα κοροϊδεύει τις αιτίες στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι γραμματάκι το φύλαγα σα θησαυρό που ‘χα σκοπό να στείλω κομμένο και ραμμένο στην καρδιά σου με ένδειξη “Express” και “συστημένο” το ξέρω, θα ταξίδευε πιο γλήγορα από μένα θα έτρεχε, θα κάλπαζε και θ’ άλλαζε στεριά πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο θα έφτανε για σένα
  • 15. να τρέξει στα ματάκια σου ένα δάκρυ από χαρά στην τσέπη κάποιου ερωτευμένου ταχυδρόμου στη θήκη μιας πολυτελούς αποσκευής σ’ ένα αεροδρόμιο, σ’ ένα πλοίο ή ένα τρένο - σε ποιον επόμενο σταθμό θες να σε βρω; -... ...μικρός ὁ χῶρος μας στόν κόσμο ἐτοῦτο κι ἐμεῖς δύο κουκκίδες ἀσημαντότητας στό ὅριο τοῦ τετραδίου μας ... τί νύχτα! ὁ ἀγέρας σφυρίζει κρυώνω, ζεσταίνομαι ... οὔτε πού νοιάζομαι, οὔτε πού ξέρω οἱ σκέψεις ἀτελείωτες, τά διαλυμένα ὄνειρα κομμάτια μές τό βάζο τό πλοῖο ἔφυγε, τό τρένο μας τό χάσαμε, πέφτει ἡ βροχή σιωπηλά τό γεμισμένο ποτήρι μέ τή βότκα ἀδειάζει ... τό λεωφορεῖο ξέφυγε καί ἀδειασε ὁ σταθμός ἀκούγεται ἕνας κρότος πού σκίζει ὅλη τήν πλάση φωνάζει ὁ σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στήν ἄκρη στίς ράγες κάποιος ἔπεσε καί κάνει προσευχή... ... μόνο τοῦ σιγοσβήνει τό τσιγάρο, πεταγμένο στήν ἀποβάθρα... ... φωνάζει ὁ σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στήν ἄκρη στόν ἔρημο σταθμό ἕνας μονάχα ἐπιβάτης καί δεξιά νά περπατᾶ στό βάθος μία κυρία ὅπου πατᾶ μέ δύναμη τό ἱστορικό τσιγάρο καί κάτω ἀπ’ τίς σόλες τῆς ἀδειάζει ἕνα φουγάρο καί σβήνει ἀπ’ τό βλέμμα μου κι ἡ τελευταία πνοή του ΟΙΚΤΟΣ! ...ἀκούγεται ἁπαλά μία μεθυσμένη μελωδία ποῦ τρέμει καί τό πάτωμα μπροστά στή μουσική της τά μάτια μου τά διάβασε σάν ἱστορία μία φίλη καί μοῦ ‘πέ ὅτι γράφουνε ἐπάνω τους “Μαρία”… ...ἀνθρώπους τόσους γνώρισα μέ κάποια ἱστορία ποῦ εἶχε ὁ καθένας τους νά πεῖ μέ τή σειρά τίς ἄκουγα ἀλληλένδετες, δεμένες μία-μία καί πίστεψα πώς ἔμαθα πολλά μά μία δέν κατάλαβα, χωρίς ἀλληλουχία νά σπάζει ἕναν ἔρωτα στή μέση κεραυνός ποῦ ἔπεσε ἀνέλπιστα σέ μέρα ἐν αἰθρία καί ἔπνιξε τούς δύο ὁ στεναγμός ἀλίμονο, τό ψέμα εἶναι γιατρός κι ἡ ἀλήθεια μία σκληρή ἀφετηρία τοῦ τρένου κάποιος ἔρημος σταθμός μία ἄδεια, νεκρωμένη πολιτεία...
  • 16. …μέσα στόν ἔρημο σταθμό, πᾶνε καί ἔρχονται τά τραῖνα κι ἀπ’ τά βαγόνια κατεβαίνουν οἱ ἀγάπες ποῦ δέν ἀντέξανε ποτέ τό χωρισμό μέ τά φτερά τούς τά σπασμένα ἄυλοι ἄνθρωποι, κορμιά ἀγανακτισμένα ποῦ ‘μαθαν πρόστυχο πώς εἶναι πώς τό φιλί καί σουλατσάρουνε σκυφτοί στίς ἀποβάθρες κι ἡ μέρα δέ θά τούς χαρίσει ἄλλο πρωί κρατοῦν βαλίτσες μέ χιλιάδες ἀναμνήσεις μέ τό κορμί νά κουβαλάει τίς πληγές τή μνήμη, μάτια μου, δέν σβήνεις ὅταν θές σέ σβήνει ἐκείνη μέ τή μία, ὅταν θελήσει ὅταν τό βάρος τῆς κανείς δέ θά κρατήσει μέσα στόν ἔρημο σταθμό - τί κι ἄν κινοῦνται τόσα δύστυχα κορμιά; - στήν ἀποβάθρα ξαφνικά, σκάει, ἀστράφτει τουφεκιά καί μία σπασμένη, ἀπ’ τίς καρδιές, δέ θά κολλήσει ὅ,τι κομμάτια ἔχει γίνει, γίνεται ἄνεμος καί στό παρόν, τό παρελθόν μας δέν κολλάει ὅταν ραγίσει τό γυαλί, ἕνα κομμάτι τοῦ ἀρκεῖ σάν τό μαχαίρι ὅλο τό σῶμα νά τρυπάει μέσα στόν ἔρημο σταθμό φωνάζει κάποιος δυνατά ἕνα “σ’ ἀγαπώ” βουτᾶ στίς ράγες μέ τή μία καί ἡ ταχεία ξεκινᾶ ἀξίζει ἔτσι νά τελειώνει μία ἀγάπη; τά λόγια ὄμορφα καί ὄμορφες οἱ ὧρες μά φεύγουν ἔτσι ἀπό τά μάτια μας, σάν τραῖνα λές καί φορτῶσαν τίς στιγμές μας καί τίς κλέψανε φιλιά μέ δάκρυ οἱ ἀναμνήσεις, χαρισμένα μέσα στόν ἔρημο σταθμό, πᾶνε καί ἔρχονται τά τραῖνα μή μέ ρωτήσεις νά σού πῶ, ἔχω εἰσιτήριο διπλό ἁπλά δέν ἔχω προορισμό καί δέν ὑπάρχω γιά κανέναν - ἄν θέλεις ἔλα. Κρατῶ μία θέση καί γιά σένα. – ...κι όπως περπατάς μαζί της στους στρωμένους δρόμους με τα ροδοπέταλα κι έτσι ασυναίσθητα τα δάκτυλά της μπλέκονται με τους ακροδέκτες σου ενώνονται τα χέρια όπως ιδρώνουν και κολλάνε μεταξύ τους απ’ την ευτυχία δε σκέφτεσαι στιγμή να σταματήσεις το όνειρο για να γυρίσεις πίσω σ’ εκείνη τη μονότονη πραγματικότητα που βίωσες… …γιατί κάθε εβδομάδα που έρχεται μαζί της γίνεται καυτή φωτιά και λάβα που σταματάει το χρόνο Γιατί δε βγαίνει ούτε ένα άναρθρο φωνήεν να διακόψει στο ελάχιστο, το πάθος των μελωμένων σας χειλιών Κι ούτε τολμάει η μιλιά να καταστρέψει τη μαγεία του βασιλείου που χτίσατε για να φωλιάζει η αγάπη...
  • 17. …και τώρα; ήρθε η ώρα για ν’ αναλύσουμε τα όσα δεν λέγονταν ποτέ απ’ τα χείλη μας Όπως όταν κοιτιόμασταν πονηρά στα μάτια και το φιλί στο στόμα, δεν άφηνε περιθώρια ν’ αφουγκραστούμε την αρρώστια μας Τώρα πια κανένα φιλί στο μάγουλο, δεν έχει την ίδια γεύση σοκολάτας ή βανίλιας όπως το παγωτό που μοιραστήκαμε καθισμένοι στο παγκάκι του πάρκου Κι ούτε αυτό το παγωτό μας άφησε τα περιθώρια να ζήσουμε το τώρα, τη στιγμή, τη δικιά μας στιγμή όπως τη νιώσαμε έντονη Ερωτευμένοι ίσως, όπως θα νιώθαμε στο αύριο να πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλο παθιασμένοι απ’ τα φιλιά μας... Όπως τη ζωή μου ολάκερη κυρίευσε εκείνος ο ερωτικός πονοκέφαλος που μου έσπαγε κάθε τόσο τα μηνίγγια και δεν μου πέρναγε ούτε με το παυσίπονο... Γιατί ήξερα κάθε πότε με σκεφτόσουν σ’ ένιωθα κοντά μου κι ας έλειπες μακριά... …βλέπεις τα μάτια μου; Μακάρι να μπορούσες να τα δεις τώρα που κοκκινίζουν. Άκου. Ήρθες με μια νάιλον σακούλα στο χέρι, κρατώντας όλα τα πράγματα που σου είχα χαρίσει, να μου πεις “Αντίο”. Δε θα στο συγχωρήσω ποτέ αυτό, τ’ ακούς; Κι όταν κατάλαβα πως σε χάνω, σ’ αγάπησα δίχως να ρωτήσω αν είσαι σταχτοπούτα ή τροτέζα ή καντηλανάφτης ή πριγκίπισσα. Σου’ πα μονάχα “θέλεις να είμαστε μαζί;” και κούνησες καταφατικά το κεφάλι, σα να με ήξερες από χρόνια. Τι θα’ θελες Γιώργο; ... …μονάχα εγώ, που τώρα γράφω και σε λίγο εσείς θα διαβάζετε ό,τι έγραψα θέλω να ξέρω πως έστω κι αν σας μίσησα, έστω τόσο δα, ελάχιστα θέλω να ξέρω, πως σας περίσσεψε μια στάλα αγάπης και λίγη συγχώρεση μια άφεση αμαρτιών, για κάποιον που δεν πρόλαβε ακόμα ν’ αμαρτήσει που δυστύχησε επειδή αγάπησε και ερωτεύτηκε παράφορα ένα κορίτσι έναν άνθρωπο που άγγιξε την ψυχή του, απ’ την πρώτη στιγμή κι ύστερα το έχασε μέσα απ’ τα χέρια του, δίχως να γνωρίζει που βρίσκεται τώρα μα κι αν βρίσκεται κάπου εδώ ανάμεσά μας, δε μιλάει πια η ψυχή που αγάπησα μήτε και η καρδιά που λαχτάρησα τόσο να την κάνω δική μου να τη μοιράσω μαζί της στη μέση να χτυπάει μια φορά για τους δύο... ...μίλα, πες κάτι. Λέξη δε βγαίνει κοριτσάκι σφύριξε η σάλπιγγα, θέση MRB. Όλοι προσοχή μέτρησε τα έντυπα. Πάμε απ’ την αρχή τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε
  • 18. από ‘δω, από ‘κει, παραπέρα κοίταξε τα χέρια σου. Μαυρίσανε! πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή δέσανε τ’ αρχίδια μας, με τσέρκια κι άλλοι μας τα σπάνε σε δεσμίδες, το πρωί άλλοι μας φορούν τις παρωπίδες, το απόγευμα πάμε. Εμπρός στο δάσκαλο απ’ τ’ αυτί τα ‘πλυνες και τα ‘βαψες, μ’ ασπρίσανε τράβηξε τα χέρια, απ’ την τσερκομηχανή ο Γιώργος, η Μαρία, η Σοφία, η Αγγελική σπουδάσαμε τα τρία μας. Τα τρων μηχανικοί εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει σφύριξε η σάλπιγγα, θέση NLB διάλειμμα δεν έχει. Μας το φάγαν ποντικοί γράμματα μοιράζει η Τζένη και αναφωνεί “η δουλειά είναι σκλαβιά” “κι όποιος διαφωνεί είναι πούστης” Σωστή κοίταξε τα χέρια σου. Μαυρίσανε πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή μέτρα μου, τα βρωμισμένα κάνιστρα. Ένα-ένα και με τα σκατά στα χέρια, έλα να φάμε έρεψε το δόλιο το κορμί, απ’ τη βιοπάλη σφύριξε η σάλπιγγα. Όλοι προσοχή τρελάθηκε ο εγκέφαλος και κλάταρε βγάζει αυτοκόλλητα, με σήμα το μουνί και του εργοστασίου η αντλία, χάλασε γέμισε η γκλάβα μας, με θόρυβο πολύ εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει από τα νερά στο χώμα, χάλασα το γύψο πάτα το κουμπάκι, να στηθούμε στη γραμμή μέτρα τα καλάθια στον ιμάντα άλλα για το Βόλο φύγαν κι άλλα για την Πάτρα άλλα για τον υπουργό με τ’ άσπρα ματογυάλια και σε μας, πως να ‘μενε η χαρά και η φωνή; όλη η παρέα μας, κάνει αγγαρεία ο Γιώργος, η Μαρία, η Σοφία, η Αγγελική
  • 19. πες του διευθυντή, εγώ τελείωσα κι αύριο θα έρθω, να υπογράψω το πρωί τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή… (σκαλίζω μνήμες {υπολείμματα δακρύων} σ.σ. οι τοίχοι "ήντουσαν" γαλαζωποί...) ...στερέψανε τα περιθώρια της υπομονής και της ανάγκης μου το πάθος κατεβαίνει με ξεκούρδιστες κιθάρες στα υπόγεια πατώματα κι εγώ ετοιμάζω τις βαλίτσες μου για να κρυφτώ μαζί του φεύγω στο άπειρο, ταξίδι με τις μνήμες μου πλάθω τον κόσμο απ’ την αρχή, βάζω και μια υπογραφή σ’ αυτό τον πίνακα που φτιάχτηκε απ’ τις κακίες μας και τις κακές στιγμές του... εγώ τον έπλασα κι εσύ και τώρα μαρτυρώ τις αντοχές μου.... ...καπνίζω μέσα στο δωμάτιο κι όλο πίνω και με τις μνήμες των φιλιών δάκρυα χύνω όλα τα λόγια των τρελών ήταν δικά μας λόγια πάρε τις λέξεις τους και κάντα κομπολόγια.. (να τα μετράς Χριστούγεννα στο τζάκι, ένα-ένα!) … τοῦ Ρεβυθούλη τό σακί εἶχα στήν πλάτη χρόνια καί κάθε βῆμα πού ἔκανα μου στοίχιζε καί κάτι κουκιά πετοῦσα ἀγάπη μου, μές τά στενά καί σπόρια νά μή χαθῶ ἀπ’ τό βλέμμα σου, νά γίνω ἡ θωριά σου ὥσπου τό γράμμα ἔφτασε, τό ‘φερε ταχυδρόμος ἕνα γεράκι ὁλόμαυρο, μά πιό βαθύ ἀπ’ τό αἷμα ἦταν τό λεξιλόγιο πού διάβαζε ἡ καρδιά μου - χωρίσανε οἱ δρόμοι μας, δύο ξένοι εἴμαστε τώρα - καί τό ρολόι σταμάτησε τούς χτύπους νά μετράει ποῦ ἔκαναν τά βήματα στά θερινά σοκάκια ἐκεῖνα τά πλακόστρωτα, μέ κάστανα ψημένα τό τρένο ἀναχώρησε - Χριστούγεννα χαμένα - ...αυτό το ποίημα θα το γράψω σε συνέχειες για να ‘χουν ένα πάτημα οι ώρες μου να λένε πως τις ξόδεψα φιλότιμα κι ύστερα θα το πάρει ο άνεμος και τα χαμένα λόγια οι μαύρες οι σκιές των αναμνήσεων και η κλεισούρα οι τοίχοι θα βαφόντουσαν στο χρώμα το λευκό μα τώρα με το πείσμα της θα τους ταιριάζει μαύρο το μαύρο της εκδίκησης και της αδιαφορίας
  • 20. αυτό που αποκόμισα στυγνό εγωισμό! Ετούτο το ποτάμι πια δεν έχει γυρισμό ...μου έρχεται να σπάσω τα ενθύμια που μάζευα να σκίσω όλα τα ψεύτικα τα λόγια της αγάπης γιατί σε κάθε εκατοστό υπάρχει το άρωμά της η σκέψη της... η δαχτυλιά απ’ το χέρι της και τα τρελά όνειρά της ... το πάθος της υπάρχει επάνω στο κρεβάτι κι εκεί είναι που τα μάτια μου βαραίνουν και βουρκώνουν... και κάθε λέξη που μετρώ απ’ τα ενθύμιά της πληγώνει περισσότερο τα αισθήματα... …αμέτρητα αποτσίγαρα, καπνοί στο πέρασμά της την κάθε μέρα που μετρώ γερνάω γρηγορότερα και μοιάζω με μεσήλικα που έχασε το βιός του... ...ήπια δροσιά, κουτάλες μέλι απ’ τα χείλη της ένιωσα αγάπης τα φιλιά, στο πέταγμά της ψυχής, δε βρήκα, μια γουλιά απ’ το ποτήρι της μέθυσα μόνο, απ’ την απέραντη ομορφιά της κι είναι γλυκό πιοτό ο έρωτας, μητέρα σε ταξιδεύει, σε μιαν άγνωστη πλατεία εκεί που παίζουν τα παιδιά, παιχνίδια αέρινα στην πιο απόμακρη της πλάσης, πολιτεία κάποια φορά, θα νοσταλγήσω το καΐκι μου μ’ εκείνο που ’καμα, ταξίδια στα πελάγη την πρώτη αγάπη μου, σ’ εκείνο πρωτοφίλησα στα γαλανά βαθιά νερά και στο λιμάνι... …βλέπεις δεν έμαθα να ζωγραφίζω, παρά μονάχα κάτι άκομψες τελείες γεμάτες με σιωπή, αποσιωπητικά και φλέγμα όσο απόμεινε απ’ τη φωνή που ούρλιαζε απεγνωσμένα παίρνοντας χρώμα απ’ την κλίμακα του μαύρου για να το κάνω διάφανο, σαν το βερνίκι των νυχιών σου - η νύχτα ξέβαψε - και φωτισμένη απ’ την κολόνια, άλλαξε όψη γυάλισε η πόλη μου απ’ της βροχής τις στάλες και τα δάκρυα βλέπεις πολλοί διαλύθηκαν εν μια νυχτί και με μανία τέτοια όπου η σιωπή μετά, αργότερα, κατόπι ζητούσε αντάλλαγμα της παιδικής ονείρωξης την παθιασμένη δόση ξέρεις εσύ... γέμισε η νύχτα πιτσιλιές λευκές, σταγόνες του λευκού αλφάβητου.. Άγγιγμα, Βλέμμα, Γεύση, Δάχτυλα, Έρωτας, Ζεύγος, Ηλιοβασίλεμα Θαλπωρή, Ίριδα, Κλίνη, Λατρεία, Μουσική, Νεύμα, Ξενοδοχείο Ομορφιά, Παρέα, Ρόδινο, Συνήθεια ,Τηλεπάθεια, Υγρά, Φαντασίωση
  • 21. Χάδι, Ψίθυρος, Ωκεανός... κι ύστερα το σκότος πηγαινοερχόμουνα στις σκάλες σου να βρω ένα μικρό κομμάτι από Συμπόνια να το πάρω στο Ταξίδι κολατσιό μου... κανείς δε με λυπήθηκε κι έμεινα έρμο, πεταμένο αποπαίδι στη βροχή να μασουλάω πασατέμπο και ψημένα κάστανα, να φτύνω τ’ αποτσόφλια τους ν’ αναμετρώ τα όσα οι άλλοι χαίρονταν στο διάβα της ζωής - σε μια ζωή που τους χαρίστηκε με περισσή ευκολία - κι εγώ να προσπαθώ μ’ ένα τηλέφωνο μουγγό να παίζω με τα γράμματα για ν’ αποδείξω της αγάπης τα πρωτεία... .... μικρός ετούτος ο παράδεισος να ζεις τον έρωτα, δε μας χωράει μεγάλη η κόλαση που μας καλύπτει όταν χάνεται κι η πιο πικρή ανταμοιβή, η αχαριστία να μη σου λένε κάτι αυτά τα μάτια που αγάπησες, όταν τα βλέπεις πάλι να σου ζητάνε μόνο να πηδήξεις μέσα τους, να βυθιστείς όσο μπορείς, χωρίς σωσίβιο, σ’ αυτήν την απληστία... …ἀγάπη μου τά μάτια σου ποῦ νά ‘ναί; γιά γύρνα τό κεφάλι νά μέ δεῖς ἀπόκαμα καί βρῆκα συνουσία μέ εὔπλαστα στιχάκια τῆς στιγμῆς ποῦ σπάζουν μέ τήν πρώτη δυσκολία ἀνθρώπους τόσους γνώρισα μέ κάποια ἱστορία ποῦ εἶχε ὁ καθένας τους νά πεῖ μέ τή σειρά τίς ἄκουγα ἀλληλένδετες, δεμένες μία-μία καί πίστεψα πώς ἔμαθα πολλά μά μία δέν κατάλαβα, χωρίς ἀλληλουχία νά σπάζει ἕναν ἔρωτα στή μέση κεραυνός ποῦ ἔπεσε ἀνέλπιστα σέ μέρα ἐν αἰθρία καί ἔπνιξε τούς δύο ὁ στεναγμός ἀλίμονο, τό ψέμα εἶναι γιατρός κι ἡ ἀλήθεια μία σκληρή ἀφετηρία τοῦ τρένου κάποιος ἔρημος σταθμός μία ἄδεια, νεκρωμένη πολιτεία... ...μακριά ἀπ’ τήν ἀγκαλιά σου ἀγάπη μου, εἶμαι μισός καί τό χαμόγελο πᾶνε δύο χρόνια ποῦ ‘χεῖ νά φανεῖ στά χείλη μακριά ἀπ’ τήν ἀγκαλιά σου ἀστέρι μου, δέ λάμπω δέν εἶμαι μήτε ὑπάρχω σ’ ἕνα ἄδειο σκηνικό σού δίνω ἕνα ἀστέρι, σού ἁπλώνω τό χέρι μου ..πᾶμε; στόν κόσμο ἐτοῦτο, ὑπάρχει μί’ ἀγάπη ποῦ εἶναι τεράστια, πελώρια, ἁγνή κανείς δέν μπορεῖ νά τήν κάνει νά σπάσει ἐτούτη ἡ καρδιά δέν μπορεῖ νά κοπεῖ
  • 22. κορνίζα στόν τοῖχο δέν μπαίνει ἡ καρδιά μας τό πάζλ τό φτιάξαμε νά δένει μ’ ἐμᾶς κι ἄν λίγο χωρίζει ἡ ζωή τά φιλιά μας τριπλάσια γυρίζουν στά χείλη μέ μιας καί νά πού γύρισε ὁ καιρός ..μοῦ τό ‘λεγαν πῶς κάποια μέρα θά φανεῖ ἡ ἀνατολή ξανά στά δύο σου μάτια πῆρα κουράγιο γιά νά γράψω μία ἀράδα πολύχρωμο μελάνι ἀπ’ τήν ἀγάπη σου... …να γιατί σε μισώ! γιατί μ’ έκανες έρωτα και μ’ ανέβασες τόσο και κατόπιν με έριξες στο γκρεμό να ματώσω τόσο λίγος αισθάνομαι που δεν έπλασα κάτι έναν κόσμο σου έταξα και φτιαγμένο απ’ τη στάχτη κράτα τώρα λοιπόν μέσα στ’ άδεια σου χέρια ό,τι νιώθεις πολύτιμο και σκληρό σα μια πέτρα δε μιλώ για τα μάτια σου ή τα χείλη σου, φως μου το αλήτικο σώμα σου ξεψυχάει εμπρός μου μα κι αν λέω σ’ απεχθάνομαι, μη το δένεις σα κόμπο σκέψου λίγο αν έφταιξες να σε λέω άνθρωπό μου σκέψου πόσα μου έταζε η αγάπη η ψεύτρα και κατόπιν μου τ’ άρπαξε [πόσα έχασα μέτρα πόσα κίβδηλα λόγια μας και χαθήκανε όλα σ’ έναν έναστρο απέραντο καθαρό ουρανό μας ξεχασμένο βιβλίο η αλήθεια μωρό μου κι απ’ τα χείλη φωνάζαμε “σ’ αγαπώ όνειρό μου...” …μι’ αγκαλιά, ένα χάδι κι ό,τι σου ‘λειψε τόσο τρέχα, βρες ό,τι αγγίζει τις σκέψεις σου πριν σε λιώσει η κακία του κόσμου “ σ’ αγαπώ, να προσέχεις” τρέχα τώρα κι ανέβα στη στέγη μη σε νοιάζει ο κόσμος κι αν νύχτωσε κάποιος δίπλα σου υπάρχει, δυνατά να φωνάζει μ’ όση δύναμη του ‘μεινε ό,τι η αγάπη προστάζει “ σ’ αγαπώ να προσέχεις” είναι η γη ένα βήμα που απάνω της τρέχεις μ’ ένα σάλτο μπορείς να σκοτώσεις τις σκέψεις τις κακές που σε φέρανε, που σε πήραν και πάνε πιο ψηλά κι απ’ τα μάτια σου, τη ζωή σου ζητάνε ένα γέλιο, ένα κλάμα, έτσι ειν’ η αγάπη μια λιακάδα πρωί, καταιγίδα το βράδυ τρυφερή αγκαλιά, μια φωνή στο σκοτάδι “ σ’ αγαπώ, να προσέχεις” - η αγάπη πονάει -
  • 23. ...μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο όμορφος θεούλης αυτός ο ομορφούλης ντε, με τη φαρέτρα του που ρίχνει τα βελάκια του, σ’ ανύποπτες στιγμές στην κάθε μια καρδιά της οικουμένης συνέβη το μοιραίο, μόλις άγγιξα τα χέρια σου μιαν ώρα που δειλά τα χείλη σμίξαν θυμάμαι ήταν καλοκαίρι, ναι, Ιούνιος, απόγευμα και πίναμε στο λιόγερμα φιλιά! αχ, με τρελαίνεις! τα λόγια μου απ’ το τρακ, πως τρεμοπαίζανε στα χείλη! μα μες στην αγκαλιά σου όλα μου πέρασαν να ξέρεις, είσαι φάρμακο που και νεκρό ανασταίνεις θυμάσαι πως τα λόγια μου ξεκίνησαν;;; “με θέλεις;” κι εσύ αστέρι μου όμορφο, πνοή απ’ την πνοή μου αμέσως αποκρίθηκες με μια γλυκιά αγκαλιά σου τα χέρια μας, λες χόρευαν, σκοπούς Ιταλικούς και κόλλησε το πρόσωπο, στο πρόσωπο! μ’ ακούς; μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο άπαιχτος θεούλης που κάνει όλα τα πλάσματα, να νοιάζονται για κάποιον αυτός που μου σημάδεψε για πάντα την καρδιά σου γι’ αυτό και η μισή είναι δικιά σου... μ’ ακούς;;;;;... …διαβάτης δέν πατᾶ πάνω στά χνάρια πού ἀφήσαμε μονάχα ἡ δροσιά τού πρωινοῦ εἶναι πού τήν ἠπιαμε κρυστάλλινο ποτήρι αὐτή ἡ ἀγάπη καί φτάνει μία ἀπρόσεχτη στιγμή γιά νά τό σπάσει ἤ ἔστω νά ραγίσει ἕνα κομμάτι του στό μέρος πού χτυπάει ἡ καρδιά ἐμᾶς δέν μᾶς χωρίζουνε ἀγάπη μου οἱ ἄνθρωποι, ὁ χρόνος καί οἱ μῆνες πού περνοῦν τίς ὧρες μᾶς μετρῶ πού ἀπουσιάζουμε τήν ἄκρη ζωγραφίζω τοῦ δικοῦ μας οὐρανοῦ γαλάζια ἡ ὀροφή, τήν ἀνεβήκαμε τούς τοίχους σκαρφαλώσαμε κι ἄς ἦτανε ὑγροί τά λόγιά μας μέ μέλι τά κολλήσαμε στίς τσάντες κουβαλᾶμε τή ζωή ἐμᾶς δέν μᾶς χωρίζουνε ἀγάπη μου τά πείσματα, οἱ γκρίνιες κι οἱ τρελοί ἐγωισμοί στό βλέμμα μᾶς αὐτόματα δεθήκαμε κι ἀπάνω ἀγκιστρωθήκαμε νά φύγουμε μαζί νά τρέξουμε, κι ὅπου μας βγάλει ἡ ἄκρη χωρίς τό δηλητήριο καί τό δάκρυ δέ θά ‘χέ τόση γλύκα ἡ ζωή...
  • 24. ...με το πρώτο φως του ήλιου πριν ανάψω το πρώτο πρωινό τσιγάρο πριν πιώ την πρώτη γουλιά του πρωινού καφέ κρατώντας το πρώτο κλειδί που ανοίγει την καρδιά σου θα βγω στο δρόμο να σ’ ανταμώσω… …ζητιανεύοντας το πρώτο δροσερό φιλί απ’ τα χείλη σου αγκαλιάζοντας για πρώτη φορά τόσο γλυκά το κορμί σου ακούγοντας τον πρώτο δυνατό χτύπο της καρδιάς σου μέσα στην ομίχλη του πρωινού και την υγρασία της πόλης θα βγω στο δρόμο να σ’ ανταμώσω... ανάμεσα στα μάτια σου κυλάει μια πηγή αστείρευτης αγάπης να μου χαρίζει δύναμη να ζω την πρώτη μου στιγμή σα να’ ναι η τελευταία κι αυτή η όμορφη του πρωινού η στιγμή, υποσχέσου μου δε θα’ ναι μια ακόμα ευτυχισμένη Άνοιξη που πέρασε, σαν άλλες που περάσανε μα το προμήνυμα πως θα υπάρχουν κι άλλες όμορφες στιγμές μέσα στο χρόνο που ακόμα δεν προφτάσαμε να ζήσουμε σαν πρώτες… …έψαξα το πιο φθηνό ξενοδοχείο να στεγάσω καλοκαιρινές αναμνήσεις. Άγνωστο το πότε επιστρέφω. Θα λες ακόμα πως δεν σ’ αγάπησα, πως δεν σε πόνεσα όσο με πόνεσες. Πονάει το χέρι μου, το σώμα μου, η καρδιά μου, τα σκέλια μου, η ψυχή μου, το κεφάλι μου, η ζωή μου ολόκληρη πονάει. Εμείς πονάμε πάντοτε αρχές Αυγούστου. Μ’ άφησες μόνο, καταλαβαίνεις; Έφυγες σαν περιστέρι και δεν μπορώ να τρέξω κοντά σου να σε φτάσω, τώρα που σε χρειάζομαι. Ακούω μόνο τα γέλια των τουριστών, το κύμα της θάλασσας, τη δυνατή μουσική στο απέναντι κέντρο, μα όχι τον ήχο της φωνής σου. Έπιασα να ζωγραφίσω τον ήλιο και κάηκε το χαρτί μου. Πήρα νερό να ξεδιψάσω και ζεμάταγε, γιατί είχες τον λαιμό σου και σε σκέφτηκα. Μα τώρα πρέπει να τραγουδήσω εγώ, ε; Τώρα πρέπει να πάρω τα πάνω μου, ε; Τώρα πρέπει να σβήσω την τελευταία γόπα στο τασάκι με τα αμέτρητα αποτσίγαρα και δε βρίσκω το κουράγιο. Μ’ άφησες μόνο, ενώ κοιτάζαμε παρέα το τελευταίο ηλιοβασίλεμα… …κι ἡ λέξη μου ἡ ριμάδα, κατέβηκε στό στῆθος καί κρύφτηκε καί φώλιασε, τήν ἔπνιξε ὁ καημός βαλάντωσε, ἀπηύδησε καί κούρνιασε στό “ἴσως” πῶς κάποτε θά ἔβγαινε στό φῶς ἀρχαιολόγοι ἤρθανε ἀπό τήν Ἀφρική κουνούσανε τά σώματα λές κάτι νά χορεύουν μοῦ ἔμαθες πώς λέγεται χορός ἡ φυλακή μά τρόφιμα δέ βρῆκα νά σού φέρω μονάχα κάτι κράκερς γεμιστά μέ σαντιγύ κι αὐτά γλυκά πώς μοιάζουν στό φιλί μου κομμάτι ἀπό μένανε καί σκέψη τῆς στιγμῆς προδίδουν ἔτσι ἁπλά τόν ἔρωτά μου
  • 25. τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψω μήν πῶ κι ἄλλα στά μάτια σου καί τά φορέσεις προίκα μήν πῶ ἄλλα στά χείλη σου καί πάψουν νά ρωτοῦν μονάχα θά σού πῶ ὅ,τι ἤθελα τό βρῆκα μετά ἀπό σένα παύει ν’ ἀνασαίνει τό κορμί μετά ἀπ’ τήν ἀγάπη μόνο ὁ θάνατος ὑπάρχει καί εἶσαι ὅλη γιά μένα ἡ ζωή!... ...δεν είναι ωραίο να ακούγεται η βροχή του πρωινού; πάνω στα μάτια και το πρόσωπο να πέφτουν οι ψιχάλες της προσμένοντας το χάδι σου, αγάπη μου μα πιο ωραίο το συναίσθημα να έχεις έναν κόσμο κλειδωμένο φυλακισμένο το εγώ σου σε μηνύματα και την καρδιά παραδομένη σε σκιρτήματα και λόγια ερωτικά τις αγκαλιές και τα φιλιά σου ακουμπισμένα σε πλακόστρωτους πεζόδρομους και υπόγεια περάσματα που κάθε ημέρα περπατώνται απ’ του έρωτα τα βήματα, τα αισθήματα... …άσε! περπάτησε πολλά αυτή η αγάπη... πόνεσε, δάκρυσε, μαύρισε, πλάνταξε κι ενώ δεν έμοιαζε καθόλου με λουλούδι σύρθηκε στη βουνοπλαγιά να ξαποστάσει και νότες έραψε στα εσώρουχα, τουλάχιστον να μοιάσει με τραγούδι να μη χαθούν απ’ το πεντάγραμμο που τράβηξε αυτή η πορεία στα τυφλά, όσο κι αν ντύθηκε στην αμαρτία όσο μακριά κι αν τράβηξε για να χαθεί απ’ τον κόσμο κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη ΕΝΑ φιλί, ΕΝΑ κορμί, ΕΝΑ χαμόγελο βαθύ στου πρωινού το μάτι το μίσος και η συμβουλή, στην τσέπη ο εγωισμός, ψωμί και στα μαλλιά για κοκαλάκι ένα ανθάκι .. που όλο του ‘φευγαν τα φύλλα απ’ τον αγέρα πολλοί εμείς, πολλοί κι αυτοί, πάρα πολλοί οι πειρασμοί όλα τα πρόλαβε η αγάπη! μα όταν φτάσεις ν’ αγαπάς, τι να προλάβεις άλλο; πόσο νομίζεις θ’ απορείς, πόσο να τρέχεις να κρυφτείς; κι όλο τον κόσμο να γυρίσεις, θα ‘ρθεις πάλι… ΕΝΑ χαρτί, ΕΝΑ φιλί, ΜΙΑ φωνή, ΜΙΑ ζωή για να ξεσκίσεις ό,τι κέντησες δε φτάνει να ξεριζώσεις την αρχή και να θερίσεις τη στιγμή στην κάθε ανάμνηση τη βούλα σου έχεις βάλει βλέπεις, τα λόγια της αγάπης είναι όνειρα που αποτυπώνονται σιγά σιγά στα φύλλα σα να χτίζεις μία χώρα πάνω στο χάρτη της ζωής που τον σχεδίαζες στα χέρια σου προτού προλάβει να τον πάρει η κατηφόρα... γι’ αυτό μη σταματάς τα όνειρα, διεκδίκησε το τώρα...
  • 26. …κάποτε, σε μια μικρή και ήσυχη γωνιά της Αθήνας, σε μια έρημη και απομακρυσμένη περιοχή, άρχισε να κατασκευάζεται ένα καράβι με το όνομα “Αγάπη”. Φτιαχνόταν κομμάτι-κομμάτι σαν παζλ, με μεσοδιαστήματα χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς, με μεσοδιαστήματα προχωρημένης κατάθλιψης και δακρύων επί τρία συναπτά έτη, από δύο ανθρώπους που είχαν αποφασίσει για το όνομά του από το ξεκίνημα του έργου. Πορεύονταν μαζί και ήθελαν να ζήσουν για πάντα μαζί απ’ την ώρα που γνωρίστηκαν, ξυπνούσαν μαζί, έτρωγαν μαζί, κοιμόντουσαν μαζί και κατασκεύαζαν λίγο-λίγο αυτό το πλοίο για να τους μεταφέρει έξω απ’ το γνώριμο και άσχημο κόσμο τους, στα βάθη του παραμυθιού τους. Τους βρήκαν θύελλες, καταιγίδες, μπουμπουνητά, αλλά ήταν πάντα αγκαλιασμένοι. Χώθηκαν στα λασπόνερα της βροχής, λούστηκαν από τη γύρη των πεύκων, μέσα στο χιόνι έφτιαχναν χιονάνθρωπους, έπεσαν, χτύπησαν, σηκώθηκαν μαζί, ζέσταιναν ο ένας τα παγωμένα χέρια του άλλου το καταχείμωνο και το καλοκαίρι έβρισκαν δροσερά μέρη για να γλυτώνουν τον καύσωνα, γεμίζοντας παγάκια το μοναδικό κόκκινο ποτήρι που μοιράζονταν. Έβαζαν τέρμα τη μουσική στα διαλείμματα, πήγαιναν σε συναυλίες και διασκέδαζαν τον καημό τους με αγκαλιές και φιλιά και φώναζαν σε όλους, όσους προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν, πως αυτό το καράβι θα πετύχει! ...όταν όλοι πίστευαν πως θα βουλιάξει από το πρώτο του ταξίδι… …μην υπολογίζοντας κανέναν, συνέχισαν τις εργασίες κατασκευής του με πάθος, ώσπου έφτασε ο περασμένος Αύγουστος να βάλει τέλος σε όλα τους τα σχέδια.. Τα πνεύματα οξύνθηκαν μεταξύ τους, διαφωνώντας για στοιχειώδη πράγματα που είχαν να κάνουν με την πορεία και την ασφάλεια αυτού του καραβιού στο μέλλον, ενώ στο μακρινό παρελθόν μόνο αυτό δεν τους ένοιαζε. Ο ένας εκ των δύο αποστάτησε ξαφνικά από τις εργασίες κατασκευής του. Εγκατέλειψε τον άλλο δημιουργό μόνο, απαιτώντας την ανεξέλεγκτη προσωπική του ελευθερία, χωρίς να τον ενδιαφέρει πλέον η τύχη του πλοίου της “Αγάπης”. Ο άλλος, νιώθοντας τόσο αδικημένος και προδομένος, προσπαθούσε επί ματαίω με χίλιους δυο τρόπους να πείσει, πως έπρεπε αυτό το καράβι να αποπλεύσει για το παρθενικό του ταξίδι, μεταφέροντας μέσα του την Αγάπη και την Ελπίδα σε άγνωστες και μακρινές θάλασσες, εφόσον ο προορισμός του ήταν το μόνο που δεν τους ένοιαζε. Κι έτσι το πλοίο αυτό δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί πότε μέχρι σήμερα. Τα σχέδια και τα όνειρα δύο ερωτευμένων, ήταν μόνο ικανά για να ξεκινήσουν τις εργασίες κατασκευής του καραβιού, καταβάλλοντας πολύ κόπο, ώσπου το καραβάκι να απομείνει μισοτελειωμένο στην Αθήνα, με γραμμένο πάνω του το όνομα “Αγάπη”. Τι τραγική ειρωνεία...! Αναρωτιέμαι, μήπως θα έπρεπε απ’ την αρχή να έχει ονομαστεί “Αναισθησία” “Πλάνη” “Ανταρσία” “Εγκατάλειψη” “Σιχαμάρα” “Ψεύδος” “Ανημποριά” “Ανικανότητα” “Σταρχιδισμός” “Εγωισμός” “Περηφάνια” “Μικρότητα” ή έστω “Φυγόπονη” μιας και η καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε το όνομά του, τράπηκε σε φυγή... …μια ιστορία θα σας πω που μοιάζει παραμύθι μα ετούτη η αφήγηση λες γίνηκε στ’ αλήθεια πριγκίπισσα ερωτεύτηκε έναν πρίγκιπα με πάθος κι αυτός που την αγάπησε, την άφησε να φύγει στην καύτρα του Καλοκαιριού, του καύσωνα τη ζάλη δυο νέοι συναντήθηκαν στην πρώτη τη φορά τους εκείνος ομορφόπαιδο, δεν είχε αγάπη άλλη κι εκείνη ως πριγκίπισσα, αμόλυντη κι αγνή στα μάτια κοιταχτήκανε και δώσανε το λόγο πως θα ‘ναι ο ένας πάντα πλάι στον άλλο στη ζωή κι ευθύς τ’ αποφασίσανε να γίνουνε ζευγάρι
  • 27. ανδρόγυνο σε μια εκκλησιά, την πιο ερημική γεμίσανε την πλάση και τον ήλιο, το φεγγάρι φιλιά, αγκαλιές και στίχους που τους γράφανε μαζί τον κόσμο όλο γυρίσανε μ’ ένα παλιό αμάξι που φάνταζε σαν άμαξα με άλογα, χρυσή για κοίτα πως αλλάζει τα φαινόμενα η αγάπη σε μια στιγμή νομίζουμε, αφήνουμε τη γη κι ευθύς σαν αστροναύτες πως πετάμε στο φεγγάρι μα κάποτε ξυπνάμε κι ικετεύουμε ζωή ο πρίγκιπας της χάρισε έναν κήπο με λουλούδια αρώματα και χρώματα, μπορντό και βυσσινί της δίδαξε αλήθειες και της έμαθε τα λόγια που αφήσανε για προίκα ποιητές, οι πιο τρανοί εκείνη τον δασκάλεψε στο ψέμα να πιστεύει Θεό να προσκυνά, όσα το χρήμα ευημερεί καλά, του είπε, είναι τα αισθήματα κι η αγάπη μα δε γεμίζει η αγάπη την κοιλιά μας με φαΐ για κοίτα τι παθαίνουμε και ζούμε μι’ αυταπάτη νομίζοντας πως βρήκαμε το ταίρι μας στη γη ο έρωτας, αγάπη μου, περνά απ’ το στομάχι κι αν ήσουνα πιο πλούσιος, θα ήμασταν μαζί εκείνη τον δασκάλεψε στο ψέμα να πιστεύει γιατί ‘χε τη φωλίτσα της ακάθαρτη από πριν του έλεγε πως ήτανε ανέγγιχτη από χάδι πως άντρα δεν πλησίασε να πάρει ένα φιλί το ψέμα της δεν έφτασε το δίκιο να σκοτώσει η αλήθεια όπου κρύβεται μια μέρα θα φανεί του έλεγε, τα μάτια του, την είχανε πληγώσει κι αν έφευγε, θα έμοιαζε, πως έμεινε η μισή στην καύτρα του Καλοκαιριού, του καύσωνα τη ζάλη δυο νέοι συναντήθηκαν στην πρώτη τη φορά τους νομίσανε πως πήρανε μορφή τα όνειρά τους μα φαίνεται, οι πριγκίπισσες τελείωσαν στη γη… ...δεν είναι ωραίο να ακούγεται η βροχή του πρωινού; πάνω στα μάτια και το πρόσωπο να πέφτουν οι ψιχάλες της προσμένοντας το χάδι σου, αγάπη μου μα πιο ωραίο το συναίσθημα να έχεις έναν κόσμο κλειδωμένο φυλακισμένο το εγώ σου σε μηνύματα και την καρδιά παραδομένη σε σκιρτήματα και λόγια ερωτικά τις αγκαλιές και τα φιλιά σου ακουμπισμένα
  • 28. σε πλακόστρωτους πεζόδρομους και υπόγεια περάσματα που κάθε ημέρα περπατώνται απ’ του έρωτα τα βήματα, τα αισθήματα... …μονάχα ζευγαράκια ερωτευμένα να καρφώνουνε το βλέμμα τους με μιας που σε φιλώ και είναι μέρες που όλο τούτο δε μας φτάνει… περάσαμε τα σύννεφα, πατήσαμε ουρανό διαλύσαμε και χτίσαμε ξανά τα ίδια όνειρα για να έχουμε πορεία φορές που σφίγγοντας το χέρι σου στη στάση του μετρό τα κάστανα μετρούσαμε ψημένα, στο σταθμό κι οι μνήμες πάντα ερχόντουσαν στην πρώτη γνωριμία ώσπου τα δάκρυα στερέψανε και πήγα στο γιατρό του είπα, περιέργως έχω πάψει πια να κλαίω συνήθισα τα δάκρυα και τώρα αναπολώ τις μέρες που τα μάτια μου φλεγόντουσαν για εσένα κι αν φταίω που σ’ αγάπησα κι ακόμα σ’ αγαπώ, συγχώρα με! μα έμαθα ν’ αφήνομαι ολόκληρος εγώ και να ‘χω μιαν απαίτηση παρέα να ζητώ να παίρνω όσα κέρδισα με κόπο χωρίς να ‘ναι χαρισμένα ούτε ένα μα εσένα που σε κέρδισα με την αξία μου και στη ζωή σου και στο θάνατο, μπροστά σου θα με βλέπεις τα μάτια μου, το βλέμμα μου, τα χείλη μου είτε γελούν, είτε σου κλαίνε, θα σου λένε τον κάθε στίχο που έγραψα, την κάθε νότα, συλλαβή την κάθε λέξη ερωτική που αμόλησα την κάθε στάλα, την οσμή, τη γεύση της αγάπης θα σου λένε κι αν όλα αυτά δεν σου αρκούν, αγάπη μου θυμήσου πόσο όμορφα ακούγεται του πρωινού η βροχή …και πέφτουν οι ψιχάλες της στα μάτια μας κι αγκάλιασε με…!