ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
Τα επαγγέλματα στο Βυζάντιο
1.
2. Οι γυναίκες των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων δούλευαν στα χωράφια και
στα εργαστήρια της οικογένειάς τους.. Η φτώχεια υποχρέωνε πολλές γυναίκες να
βγαίνουν στην αγορά για να βγάλουν το ψωμί τους, ασκώντας τα επαγγέλματα της
βιοτέχνισσας, πουλώντας έργα φτιαγμένα από τα χέρια τους,(1 της υφάντριας, 2)
θερίστριας, 3) μαγείρισσας, 4) εργάτριας, 5) πωλήτριας (διαφόρων ειδών), 6)
αστροπόλισσας (=πωλήτριες θυμιαμάτων), 7) κουβουκλάριας (=καμαριέρες το ίδιο
και στους βυζαντινούς) κ. α. και επίσης πολύ σημαντική ‘ηταν η προσφορά της
γυναίκας τροφού - βυζάστρας, η οποία είναι γνωστή και ως παραμάνα.
Πέρα απ’ αυτά, υπήρχαν γυναίκες «καπήλισσες», γυναίκες
δηλαδή που διεύθυναν καπηλειά ή δούλευαν σε καπηλειά. Άλλες
πάλι εργάζονταν ως «κούρισσες» και φρόντιζαν την κόμμωση των
γυναικών. Στα γυναικεία επαγγέλματα συγκαταλέγεται κι αυτό της
χορεύτριας, η οποία χόρευε επί σκηνής ή σε συμπόσια πλουσίων.
3. Σε όλο το διάστημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι αντιλήψεις ευνοούσαν
περισσότερο τους άνδρες από τις γυναίκες. Η δομή της βυζαντινής κοινωνίας
ήταν σαφώς πατριαρχική. Για το λόγο αυτό και ο άντρας είναι αυτός που θα
ασχοληθεί με το βιοπορισμό της οικογένειας του και ασχολείται με τα
περισσότερα γνωστά επαγγέλματα της περιόδου εκείνης.
Από τα ανδρικά επαγγέλματα αυτά σημειώνομε τους: 1) κογχυλείς (αλιείς
κογχυλιών), 2) κογχυλοπλυτές, 3) κογχυλοκόπους (που στα βυζαντινά χρόνια
ονομάζονται κογχυλάριοι), 4) σιτομέτρεις, 5) αρτοκόπους (= φουρνάρηδες^ ο
όρος αυτός χρησιμοποιείται και από τους βυζαντινούς), 6) ετράριους (=
ζαχαροπλάστες), 7) τυροποιούς (= τυροκόμους), 8) τέκτονες και μαϊστορες (=
αρχιτέκτοντες και μαστόρους), 9) χαλκείς (= σιδηρουργούς, πρβλ. και το
σημερινό διαλεκτικό χαρκιάς), 10) χρυσοχείς, 11) δακτυλιδάριους
(χρυσοχόους), 12) παρατουράς - παρατουράδες (σκηνοποιός - σκηνοπώλεις),
13) μεταξάριους (το ίδιο και στους βυζαντινούς χρόνους, που σημαίνει τους
πωλητές μετάξης), 14) βαρβαρικάριους (κατασκευαστές πολυτελών
υφασμάτων ο ίδιος όρος και στους βυζαντινούς χρόνους), 15) καραβιάριους (=
αλιείς καραβίδων), 16) γρυτοπώλεις ή γρυποπώλεις.
4. Από τα αρχαία χρόνια στον ελληνικό χώρο τα χειρωνακτικά
επαγγέλματα περιφρονούνταν και θεωρούνταν ανάξια για
ελεύθερους πολίτες. Πίστευαν ότι αρμόζουν μόνο στους
δούλους, γι’ αυτό άλλωστε παράλληλα με το ρήμα «εργάζομαι»
χρησιμοποιήθηκε και το «δουλεύω». Στα χρόνια του Βυζαντίου
τα χειρωνακτικά επαγγέλματα συνέχισαν ν’ αντιμετωπίζονται
υποτιμητικά. Σ’ αυτά όμως τώρα προστέθηκε και το εμπόριο,
καθώς η χριστιανική ηθική θεωρούσε εμπόδιο για τη σωτηρία
της ψυχής το ψέμα το οποίο ούτως ή άλλως χρησιμοποιούν οι
έμποροι. Γι’ αυτό εξάλλου και ο Θεοδόσιος με διάταγμά του
απαγόρευε στους ευγενείς να εμπορεύονται.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ευτελών επαγγελμάτων-εκτός
των σχετιζόμενων με το εμπόριο, ήταν αυτά του βυρσοδέψη, του
επεξεργαστή δηλαδή δερμάτων, του αλλαντοποιού αλλά και του
ψαρά.
5. Οι βυζαντινοί φαίνεται ότι έτρεφαν ιδιαίτερη υπόληψη σε επαγγέλματα
των οποίων η άσκηση απαιτούσε υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Τέτοια
ήταν αυτά του ιερέα, του γιατρού, του δασκάλου και των
συμβολαιογράφων.
Ιδιαίτερο κύρος φαίνεται να είχε και το επάγγελμα του
ανδριαντοποιού ή ανδριαντοπλάστη, ο οποίος φιλοτεχνούσε
μαρμάρινα ή και χάλκινα αγάλματα. Άλλο ένα επάγγελμα που
απαιτούσε καλλιτεχνική φλέβα και αντιμετωπιζόταν με σεβασμό ήταν
αυτό του ζωγράφου.
Στα ευγενή επαγγέλματα συγκαταλέγονται κι αυτά του αργυροπράτη
και του χρυσοχόου. Αυτοί διατηρούσαν εργαστήρια στα οποία
πουλούσαν αντίστοιχα διάφορα αργυρά ή χρυσά σκεύη αλλά και
πολύτιμους λίθους.
Τέλος, στις μεγάλες πόλεις εξαιτίας της ύπαρξης ξένων εμπόρων
και νομισμάτων δημιουργήθηκε η ανάγκη ύπαρξης ενός άλλου
επαγέλματος που απολάμβανε της εκτίμησης των βυζαντινών, αυτό
των αργυραμοιβών, που ήταν γνωστοί μεταξύ άλλων και ως
τραπεζίτες ή σαράφηδες. Αυτοί αντάλλασσαν βυζαντινά με ξένα
νομίσματα.
6. ΜΥΡΕΨΟΣ
Οι μυρεψοί πουλούσαν αρωματικά είδη και μπαχαρικά, όπως πιπέρι και
κανέλλα. Πουλούσαν, επίσης, είδη βαφής, όπως λουλάκι και χρυσόξυλο. Τα
μυρεψικά εργαστήρια, όπως άλλωστε και τα κουρεία, ήταν οι χώροι όπου
συζητούνταν τα νέα της ημέρας.
ΣΑΛΔΗΜΑΡΙΟΣ
Πρόκειται για τον παντοπώλη. Αρχικά ονομάζονταν έτσι όσοι πουλούσαν
αγγούρια, γογγύλια και λάχανο συντηρημένα στην άλμη. Αργότερα όμως
πουλούσαν γενικά τρόφιμα αλλά και είδη που δεν είχαν σχέση με τα τρόφιμα.
Τα είδη προς πώληση τα τύλιγαν σε περγαμηνές.
ΟΠΩΡΟΠΩΛΕΣ
Ήταν οι μανάβηδες της εποχής. Πουλούσαν λαχανικά, όπως μαρούλια, λάχανα,
αντίδια, αλλά και φρούτα, όπως μήλα, κυδώνια και δαμάσκηνα.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΕΣ
Πρόκειται για μικροεπαγγελματίες οι οποία τριγυρνούσαν και πουλούσαν
διάφορα γλυκίσματα στους δρόμους. Τέτοιοι ήταν αυτοί που πουλούσαν
σησαμάτα (παστέλια) και καρυδάτα (γλυκίσματα από καρύδι). Επίσης, σ’ αυτή
την κατηγορία επαγγελματιών ανήκουν οι πουσκάριοι, οι οποίοι πουλούσαν
βραστά ρεβύθια, βραστή φακή ή κόκκους κάνναβης.
7.
8. ΣΑΜΑΡΑΔΕΣ
Αλλιώς ονομάζονταν «σαγματοποιοί». Πρόκειται για τους
κατασκευαστές σαμαριών.
ΛΩΡΟΤΟΜΟΙ
Ήταν αυτοί που κατασκεύαζαν δερμάτινα λουριά για τα άλογα.
ΠΕΤΑΛΟΥΡΓΟΙ Ή ΚΑΛΙΓΑΡΙΟΙ
Πρόκειται γι’ αυτούς που πετάλωναν ή, αλλιώς, καλλίγωναν τα άλογα.
ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΟΙ
Οι υποδηματορράφοι, ή αλλιώς σκυτοτόμοι ή τσαγγάριοι,
κατασκεύαζαν παπούτσια. Όργανα που χρησιμοποιούσαν ήταν το
σουβλίον, το καλαπόδι (ξύλινο δηλ. ομοίωμα του άκρου του ποδιού)
και το σφετλί, για να κόβουν τα δέρματα.
ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΣ
Οι βυρσοδέψες ήταν οι άνθρωποι που επεξεργάζονταν δέρματα.
9. Οι αρτοποιοί παρασκεύαζαν τα ψωμιά τους και τα πωλούσαν στις προθήκες
των εργαστηρίων τους ή στις συνοικίες μέσω των δούλων τους. Άριστης
ποιότητας ψωμί θεωρούταν ο καθαρός άρτος, ο φτιαγμένος δηλαδή με
σιταρίσιο αλεύρι χωρίς πίτουρα, με το οποίο δεν έχει ανακατευτεί αλεύρι από
άλλα δημητριακά. Αυτό ήταν το ψωμί των πλουσίων, καθώς οι φτωχοί λόγω
κόστους κατανάλωναν ψωμιά από κριθάρι, σίκαλη, καλαμπόκι κλπ.
Η δουλεία τους άρχιζε από τη νύχτα με το ζύμωμα της ζύμης είτε από τους
ίδιους είτε από τους δούλους τους. Ο ιδρυτής μάλιστα της Αγίας Λαύρας,
Αθανάσιος, αναφέρει ότι χρησιμοποιούσαν για το σκοπό αυτό και μια μηχανή
που περιστρεφόταν από βόδια.
Τη σκάφη του ζυμώματος την ονόμαζαν «μάκτρα», ενώ το όργανο με το
οποίο ανακάτωναν τα κάρβουνα και τη στάχτη «σκάλευθρον». Αφού τελείωναν
το ζύμωμα, έψηναν τα ψωμιά τους στους φούρνους, τους οποίους ονόμαζαν
«κλιβάνους» ή «κλιβάνια».
Το βυζαντινό κράτος αναγνωρίζοντας τη σημασία του έργου των αρτοποιών,
φρόντιζε να απαλλάσσει τους ίδιους και τα ζώα τους από διάφορες
υποχρεώσεις.
10. οι βυζαντινοί ψαράδες ψάρευαν με δίχτυα χρησιμοποιώντας τα όπως και
σήμερα. Τα δίχτυα ήταν από λινές κλωστές, είχαν φελλούς και, φυσικά,
μολύβδινα βαρίδια, για να βυθίζονται. Λέγεται μάλιστα ότι τα καλύτερα ήταν τα
ιταλικά. Μερικές φορές, έριχναν τα δίχτυα στα ρηχά και πετούσαν πέτρες, για
να τρομάξουν τα ψάρια και να κατευθύνουν προς αυτά.
Παραπλήσιος τρόπος αλιείας ήταν να κλείνουν με δίχτυα μια περιοχή στα
ρηχά, συγκεκριμένα σε μέρη όπου υπήρχαν θαλάσσια ρεύματα, στο δέλτα των
ποταμών ή στο άνοιγμα λιμνοθαλασσών. Συχνά οι ψαράδες ψάρευαν
οργανωμένοι σε ομάδες με αρχηγό τον ονομαζόμενο «Πρωτεύοντα».
Την εποχή της ομαδικής μετανάστευσης των ψαριών, όταν κοπάδια
ολόκληρα μετακινούνταν από τα γλυκά νερά, για να φτάσουν στη θάλασσα,
παγιδεύονταν σ’ αυτούς τους οργανωμένους ψαρότοπους. Από ειδικά
παρατηρητήρια οι ψαράδες έβλεπαν πότε γέμιζαν τα δίχτυα τους και πήγαιναν
να τα τραβήξουν, γεμάτα ψάρια. Αυτός ο τρόπος ψαρέματος ήταν ο
περισσότερο προσφιλής, καθώς έτσι απέφευγαν τους κινδύνους της ανοιχτής
θάλασσας.
Για την επισκευή των διχτυών χρησιμοποιούσαν ξύλινες βελόνες.
11. Κάθε πρωί ανοίγουν οι πύλες του κάστρου και ο λαός εξέρχεται εις τον κάματον, γράφει ο
χρονογράφος Θεοφάνης αναφερόμενος στους αγρότες της εποχής του. Πράγματι, η δουλειά τού
αγρότη άρχιζε με την ανατολή του Ήλιου και διαρκούσε ως τη δύση του. Τα γεωργικά μέσα και οι
τεχνικές δεν είχαν προοδεύσει καθόλου από την Αρχαιότητα και ήταν λογικό ο κάματος να
συντροφεύει τον άνθρωπο της υπαίθρου ως το τέλος τής συνήθως σύντομης ζωής του.
Αποτελώντας πάντα την τεράστια οικονομική βάση της βυζαντινής κοινωνίας, οι «ταλαίπωροι»
γεωργοί, όπως τους αποκαλούσε ακόμη και το 14ο αι. ο λόγιος Δημήτριος Κυδώνης, ζούσαν σ’
ένα δυσμενέστατο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και ήταν αναγκασμένοι με την εργασία και
μόνο των μελών της οικογένειάς τους να παράγουν οι ίδιοι τα αγαθά για την επιβίωσή τους.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η διανυκτέρευση του λαού γίνεται στα κάστρα της υπαίθρου,
κύρια εστία του αγρότη είναι το χωριό. Τα χωριά είναι πολύ μικρά, το καθένα με 10 ως τα 40
αγροτικά νοικοκυριά. Φυσικά, ο αγρότης χτίζει μόνος του το σπίτι, ένα ευτελές μονώροφο κτίσμα
με λασπότουβλα, άχυρα και κεραμίδια για σκεπή. Το ντύσιμό του είναι εξίσου ευτελές: ένας
κοντός μανδύας πέφτει από τους ώμους του, ένας χιτώνας-πουκάμισο και ένα χοντρό παντελόνι
πάνω στο οποίο δένονται τα κορδόνια των πρωτόγονων παπουτσιών του. Αλλά και η διατροφή
του ήταν χαρακτηριστική της ένδειάς του. Έτρωγε κριθαρένιο ψωμί, πίτουρα, βελανίδια και έπινε
νερωμένο κρασί.
12.
13. Η ζωή του βυζαντινού ανθρώπου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση. Τα ζώα
αποτελούν γι’ αυτόν αντικείμενο καθημερινής ασχολίας και συναλλαγής.
Στο Βυζάντιο η κτηνοτροφία ήταν βέβαια στενά συνδεδεμένη με τη νομαδική ζωή.
Ωστόσο, η εκτροφή ζώων αποτελούσε βασική οικονομική δραστηριότητα ευρέων
κοινωνικών στρωμάτων. Άλλοι κατείχαν λίγα ζώα με σκοπό την εξασφάλιση των
αναγκαίων για την επιβίωση, ενώ υπήρχαν κι αυτοί που ασχολούνταν με την
κερδοσκοπική κτηνοτροφία.
Οι πληροφορίες που έχουμε για την κτηνοτροφία στα χρόνια του Βυζαντίου δεν
είναι τόσες, ώστε να μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα για την ποιμενική
ζωή. Το βέβαιο είναι ότι οι βυζαντινοί ασχολούνταν κυρίως με την εκτροφή
αιγοπροβάτων, αγελάδων, αλόγων και χοίρων.
Ο άνθρωπος που έβοσκε τις αγελάδες κρατούσε ξύλο με το οποίο εμπόδιζε τα
ζώα να μπούνε στα καλλιεργημένα κτήματα. Συχνά μάλιστα έβοσκε τα ζώα όλων
των κατοίκων του χωριού. Ο βοσκός ήταν υπεύθυνος για τα ζώα αυτά. Αν κάποιο
χανόταν, όφειλε την ίδια μέρα να το ανακοινώσει στον ιδιοκτήτη του, αλλιώς
θεωρούταν ο ίδιος ένοχος. Σε περίπτωση όμως που το ζώο χανόταν, σκοτωνόταν ή
τραυματιζόταν και αποδεικνυόταν δόλος του βοσκού, τότε τον περίμενε σκληρή
τιμωρία: του έκοβαν τη γλώσσα και τον ανάγκαζαν να πληρώσει την αποζημίωση
στον κύριό του.