2. Οι πποσάςειρ, κύπιερ ή
δετσεπεύοτςερ, ςτνδέονσαι μεσαξύ
σοτρ με:
Παπασακσική ςύνσαξη
Υποσακσική ςύνσαξη
Αςύνδεσο ςφήμα
3. Δύο όμοιερ πποσάςειρ, ανεξάπσησερ
ή εξαπσημένερ, «παπασάςςονσαι»,
δηλαδή βπίςκονσαι η μία δίπλα ςσην
άλλη και ςτνδέονσαι μεσαξύ σοτρ με
παπασακσικούρ ςτνδέςμοτρ
(ςτμπλεκσικούρ, διαφψπιςσικούρ, ανσ
ιθεσικούρ)
π.φ.
Η Ελένη σπώει και πίνει.
Θέλψ ηςτφία όσαν γπάυψ ή διαβάζψ.
4. Υποσακσική λέγεσαι η ςύνσαξη ςσην
οποία οι κύπιερ (ανεξάπσησερ)
πποσάςειρ ςτνδέονσαι με
δετσεπεύοτςερ (εξαπσημένερ)
πποσάςειρ, ποτ ςτμπληπώνοτν σο
πεπιεφόμενό σοτρ.
5. Η ςύνδεςη ατσή γίνεσαι με σοτρ
τποσακσικούρ ςτνδέςμοτρ
(αποσελεςμασικοί, επεξηγημασικόρ, ει
δικοί, φπονικοί, αισιολογικοί, τποθεσικ
οί, σελικοί, διςσακσικοί, ςτγκπισικόρ)
π.φ.
Έμαθα όσι απίςσετςερ.
Θα επικοινψνήςει μαζί ςοτ μόλιρ
επιςσπέχει.
6. Οι εξαπσημένερ πποσάςειρ παίπνοτν σην
ονομαςία σοτρ από σο είδορ σοτ
ςτνδέςμοτ με σον οποίο ειςάγονσαι.
(αισιολογικέρ, σελικέρ, αποσελεςμασικέρ,
τποθεσικέρ, φπονικέρ, ενανσιψμασικέρ –
παπαφψπησικέρ, ειδικέρ κ.ά.)
π.φ.
Γνψπίζψ όσι επγάζεςαι ςκληπά. (ειδική)
Ανηςύφηςα επειδή άπγηςερ. (αισιολογική)
7. Όμοιερ πποσάςειρ μπαίνοτν η μια
δίπλα ςσην άλλη φψπίρ
ςύνδεςμο, μόνο με κόμμασα.
π.φ.
Ο οτπανόρ μαύπιςε, ο άνεμορ
λτςςομανούςε, η βποφή έπευσε
ακασάπατςσα.
Γιάννηρ Φεπενσίνορ