1. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑ: «ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΛΥΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»
Βολιώτη Χριστίνα – 385
Παπαβασιλείου Αναστασία – 402
Πολυμεράκη Ελένη – 409
1. Τι είναι ένα «αναλυτικό παράδειγμα» (worked example); Για ποιο λόγο
θεωρούμε ότι ένα αναλυτικό παράδειγμα μπορεί να αποτελεί καλύτερη
εκπαιδευτική προσέγγιση σε σχέση με την κλασσική μέθοδο;
Ένα αναλυτικό παράδειγμα είναι μία από τις πιο ισχυρές μεθόδους που μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για να οικοδομήσουν οι μαθητές νέες γνωστικές δεξιότητες.
Ένα αναλυτικό παράδειγμα είναι μια βήμα-προς-βήμα επίδειξη για το πώς θα
εκτελεστεί μια εργασία ή θα λυθεί ένα πρόβλημα. Τα αναλυτικά παραδείγματα έχουν
σχεδιαστεί για να βοηθούν τους εκπαιδευόμενους να χτίσουν διαδικαστικές
δεξιότητες, όπως το πώς να χρησιμοποιήσουν ένα υπολογιστικό φύλλο ή να χτίσουν
στρατηγικές ικανότητες, όπως το πώς να προβούν σε μια διαπραγμάτευση.
Είναι κοινή παραδοχή ότι ο καλύτερος τρόπος να μάθει κάποιος είναι να εργαστεί σε
προβλήματα ακολουθώντας τη πρακτική εξάσκηση. Ωστόσο, η επίλυση των
προβλημάτων απαιτεί αρκετή εργασία από τους πόρους μνήμης. Κατά τα πρώτα
στάδια της εκμάθησης η περιορισμένη χωρητικότητα της μνήμης διατίθεται
παραγωγικά για την οικοδόμηση νέας γνώσης. Όμως η πρακτική εξάσκηση
χρησιμοποιεί αρκετή χωρητικότητα της μνήμης εργασίας και έτσι μένουν ελάχιστοι
διαθέσιμοι πόροι για την ανάπτυξη της γνώσης.
Αντί να ακολουθούμε τον παραδοσιακό τρόπο, δίνεται στους μαθητές ένα
παράδειγμα όπου ακολουθείται από πρακτική εξάσκηση, με αποτέλεσμα η μάθηση να
είναι πιο αποτελεσματική όταν εξαρτάται από τα αναλυτικά παραδείγματα. Καθώς η
μάθηση εξελίσσεται, δημιουργείται νέα γνώση. Έτσι όταν μελετάμε ένα αναλυτικό
παράδειγμα (σε αντίθεση με την επίλυση ενός προβλήματος), η μνήμη εργασίας είναι
σχετικά ελεύθερη για τη μάθηση. Η εξάσκηση αυτή είναι ωφέλιμη γιατί βοηθάει τους
μαθητές στην αυτοματοποίηση της νέας γνώσης. Με άλλα λόγια, η πιο
αποτελεσματική μάθηση ξεκινά με τα μαθήματα που χρησιμοποιούν αρχικά
2. αναλυτικά παραδείγματα και που διαχειρίζονται το γνωστικό φορτίο ενώ στη
συνέχεια γίνεται η μετάβαση στην πράξη.
Γενικά αποδεικνύεται ότι η αντικατάσταση μερικών πρακτικών ασκήσεων με
αναλυτικά παραδείγματα, έχει ως αποτέλεσμα την αποδοτικότερη και πιο
αποτελεσματική μάθηση.
2. Πώς θα διατυπώνατε την 1η αρχή σχεδίασης αναλυτικών παραδειγμάτων;
Συμπεριλάβετε στην εξήγησή σας το φαινόμενο “expertise reversal effect” και
την τεχνική του “fading”.
Παρόλο που τα αναλυτικά παραδείγματα έχουν αποδειχθεί ότι είναι ο πιο
αποτελεσματικός δρόμος κατά τα αρχικά στάδια της μάθησης καθώς οι μαθητές
αποκτούν μεγαλύτερη εμπειρία, μερικές φορές όμως μπορούν και να εμποδίζουν τη
μάθηση. Το φαινόμενο αυτό είναι παράδειγμα του expertise reversal effect
(φαινόμενο αντιστροφής εμπειρίας). Με την αντιστροφή εμπειρίας, οι αρχάριοι
επωφελούνται από την απελευθέρωση του γνωστικού τους φορτίου το οποίο
δημιουργείται από την μελέτη ενός παραδείγματος, παρά λύνοντας ένα πρόβλημα σαν
βάση για την αρχική μάθηση. Ωστόσο, όταν η νέα γνώση είναι αποθηκευμένη στη
μνήμη, η μελέτη ενός αναλυτικού παραδείγματος δεν προσθέτει καμία αξία. Στην
πραγματικότητα, το αναλυτικό παράδειγμα μπορεί να συγκρούεται με την
προσέγγιση του μαθητή για την ολοκλήρωση της εργασίας. Σε αυτό το σημείο, οι
μαθητές πρέπει να εξασκηθούν, προκειμένου να αυτοματοποιήσουν τις νέες τους
δεξιότητες. Μια fading διαδικασία υποστηρίζει την ανάπτυξη της τεχνογνωσίας,
ξεκινώντας με πλήρη αναλυτικά παραδείγματα και προχωρώντας σταδιακά σε
πλήρεις αναθέσεις προβλημάτων.
Στην τεχνική fading, το πρώτο παράδειγμα είναι ένα δοκιμασμένο παράδειγμα που
παρέχεται στους μαθητές. Αυτό το πρώτο πλήρως δοκιμασμένο παράδειγμα
ακολουθείται από ένα δεύτερο παράδειγμα, στο οποίο τα περισσότερα από τα στάδιά
του έχουν εκπονηθεί, αλλά ο μαθητής καλείται να συμπληρώσει ένα ή δύο από αυτά.
Καθώς το παράδειγμα εξελίσσεται, ο μαθητής ολοκληρώνει σταδιακά περισσότερα
από τα βήματα. Τελικά, ο μαθητής λύνει ένα πρακτικό πρόβλημα μόνος του.
3. Εξηγείστε την έννοια της “self-explanation question”. Ποια γενικότερη σημασία
μπορεί να έχει αυτή η αρχή για τη σχεδίαση τεχνολογικών εκπαιδευτικών
περιβαλλόντων;
Μια self-explanation ερώτηση είναι μια αλληλεπίδραση, συνήθως πολλαπλής
επιλογής, σε πολυμέσα που απαιτεί από το μαθητή να επανεξετάσει τα
επεξεργασμένα βήματα και να προσδιορίσει τις βασικές αρχές ή έννοιες. Ένα
παράδειγμα ενός αναλυτικού παραδείγματος μπορεί να περιλαμβάνει μια ερώτηση
πολλαπλών επιλογών δίπλα στο πρώτο βήμα εργασίας. Έτσι ο μαθητής καλείται να
προσδιορίσει την αρχή που υποστηρίζει κάθε βήμα επιλέγοντας ένα από τους κανόνες
πιθανοτήτων ή τις αρχές. Ο στόχος της self-explanation είναι διπλός. Πρώτον,
αποθαρρύνει την παράκαμψη των αναλυτικών παραδειγμάτων, δεδομένου ότι
απαιτείται μια εμφανής απόκριση. Δεύτερον, επειδή ζητείται από τους μαθητές να
προσδιορίσουν τις αρχές που διέπουν το κάθε βήμα, ενθαρρύνονται να
επεξεργαστούν αυτό το βήμα με ουσιαστικό τρόπο.
3. 4. Εξηγείστε τον όρο “near transfer”. Πώς θα σχεδιάζατε εκπαιδευτικές
δραστηριότητες για υποστήριξη τύπου “near transfer”;
Με τον όρο near transfer εννοούμε τις εκπαιδευτικές καταστάσεις εκείνες, οι οποίες
έχουν στόχο να διδάξουν στους εκπαιδευόμενους διεργασίες ή διαδικασίες που
εκτελούνται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Με άλλα λόγια, ο σκοπός είναι να μάθει ο
μαθητής τα βήματα που του παρουσιάζονται, ώστε να τα εφαρμόσει με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο στο πραγματικό περιβάλλον εργασίας (όπως, για παράδειγμα, η
διαδικασία αποστολής ενός e-mail, ή τα βήματα συμπλήρωσης μιας φόρμας).
Στην φιλοσοφία του near transfer οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο encoding
specificity (κωδικοποίηση εξειδίκευσης). Σύμφωνα με τον όρο αυτό ο τρόπος με τον
οποίο ανακτούμε την πληροφορία μετά τη μάθηση ενσωματώνεται κατά τη διάρκεια
της μάθησης. Παραδείγματος χάριν, είναι εύκολο σε κάποιον να πει τους μήνες με
χρονολογική σειρά αλλά θα δυσκολευτεί αν πρέπει να τους πει με αλφαβητική σειρά.
Αυτό συμβαίνει γιατί όταν έμαθε τους μήνες, τους αποστήθισε με βάση τη χρονική
τους σειρά.
Για να εφαρμοστεί, λοιπόν, η κωδικοποίηση εξειδίκευσης στις εκπαιδευτικές
δραστηριότητες, θα πρέπει να παρουσιάζουν όσο το δυνατόν τις ίδιες καταστάσεις
που ο εκπαιδευόμενος θα συναντήσει και στο πραγματικό περιβάλλον εργασίας. Θα
πρέπει, στην ουσία, τα παραδείγματα που χρησιμοποιούνται να είναι αναπαραστάσεις
των καταστάσεων που θα αντιμετωπίσει αργότερα. Έτσι, κατά τη διάρκεια της
εκπαιδευτικής δραστηριότητας, ο εκπαιδευόμενος θα κωδικοποιήσει νέες δεξιότητες
στο ίδιο πλαίσιο που θα έχει να αντιμετωπίσει στο περιβάλλον εργασίας.
5. Εξηγείστε τον όρο “far transfer”. Πώς θα σχεδιάζατε εκπαιδευτικές
δραστηριότητες για υποστήριξη τύπου “far transfer”;
Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, ο εκπαιδευόμενος δεν θα πρέπει απλώς να εφαρμόσει
τα βήματα που έμαθε, αλλά να χρησιμοποιήσει την κριτική του ικανότητα, ώστε να
προσαρμόσει στρατηγικές σε καινούριες καταστάσεις εργασίας. Ο σκοπός, επομένως,
της εκπαιδευτικής δραστηριότητας είναι να βοηθήσει τον μαθητή να εφαρμόσει
σωστά τις στρατηγικές που έμαθε σε πραγματικές καταστάσεις. Σε αυτές τις
περιπτώσεις αναφέρεται ο όρος far transfer learning, όπου απαιτείται πιο ευέλικτη
γνώση, βασισμένη σε στρατηγικές που να μπορούν να προσαρμοστούν σε νέες
καταστάσεις.
Είναι εύκολο για έναν ειδικό, βλέποντας ένα πρόβλημα να το αναγνωρίσει και να
εφαρμόσει την κατάλληλη μέθοδο για να το λύσει. Αντίθετα, ο αρχάριος δεν είναι σε
θέση να αντιμετωπίσει ένα άγνωστο πρόβλημα. Με τον καιρό, δηλαδή, οι ειδικοί
μαθαίνουν να κατηγοριοποιούν τα προβλήματα και έτσι, σε μια νέα κατάσταση θα
εφαρμόσουν την κατάλληλη στρατηγική αφού αναγνωρίσουν τον τύπο του νέου
προβλήματος.
Η πρόκληση εδώ είναι να σχεδιάσουμε εκπαιδευτικές δραστηριότητες, όχι για
προβλέψιμα περιβάλλοντα εργασίας, αλλά να παρουσιάσουμε τους πιθανούς τύπους
προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν μέσα από διαφορετικά μεν παραδείγματα,
που ακολουθούν δε τις ίδιες αρχές. Ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχουμε αυτό
4. είναι να δώσουμε στον εκπαιδευόμενο παραδείγματα που διαφέρουν στα επιφανειακά
χαρακτηριστικά τους, αλλά ακούν στις ίδιες βαθύτερες αρχές.
Επομένως, μια εκπαιδευτική δραστηριότητα που έχει σκοπό το far transfer learning,
θα πρέπει να περιέχει αρκετά παραδείγματα με τις ίδιες αρχές, επικαλυπτόμενα με
διαφορετικά εξωτερικά χαρακτηριστικά. Μια καλή τεχνική, επίσης, είναι να
παρουσιάζονται τουλάχιστον δύο διαφορετικά παραδείγματα σε σύγκριση μεταξύ
τους. Αφού δείξουμε το πρώτο παράδειγμα στον εκπαιδευόμενο και επεξηγήσουμε τη
λύση, στη συνέχεια αντιπαραθέτουμε το δεύτερο παράδειγμα και του ζητάμε να
αναγνωρίσει τα σημεία στα οποία τα δυο παραδείγματα χρησιμοποιούν τις ίδιες
κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό βοηθάει στο να μην προσπεράσει ο μαθητής το
παράδειγμα και απαιτεί από αυτόν να δώσει προσοχή στις αρχές που παρουσιάζει η
εκπαιδευτική δραστηριότητα.
6. Στην ενότητα “What We Don’t Know About Worked Examples” (σελ. 226)
σκεφθείτε πώς θα σχεδιάζατε (σε γενικές γραμμές) ένα πείραμα το οποίο να
προσφέρει απαντήσεις για κάποιο από τα θέματα στα οποία η έρευνα δεν έχει
προχωρήσει ακόμη. Ποιο από τα τρία θέματα (Bullets) που παρουσιάζονται σας
φαίνεται πιο σημαντικό; Γιατί;
Πιο σημαντικό θεωρούμε το δεύτερο θέμα, δηλ. πότε είναι καταλληλότερη η χρήση
των worked examples για εξάσκηση. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα worked examples
είναι καλύτερα να χρησιμοποιούνται για την απόκτηση της πρόωρης – αρχικής
μάθησης. Υπάρχουν όμως διαφορετικοί μαθητές και με διαφορετικό μαθησιακό
επίπεδο, οι οποίοι επωφελούνται με την παρουσίαση είτε περισσότερων είτε
λιγότερων worked examples για να ολοκληρώσουν το αρχικό αυτό στάδιο
εκμάθησης. Μερικές έρευνες έχουν προσανατολιστεί στην εξεύρεση ταχείας
προσαρμοστικής μεθόδου για την αξιολόγηση του μαθητή και την εύρεση του ακριβή
αριθμού παρουσίασης των worked examples. Ωστόσο, η εφαρμογή της
προσαρμοστικής αυτής μεθόδου είναι μερικές φορές αρκετά απαιτητική σε
εργαστηριακό επίπεδο και έτσι είναι χρήσιμο να βρεθούν εναλλακτικές
κατευθυντήριες γραμμές.
Ένα πείραμα που μπορούμε να προτείνουμε για να υποστηρίξουμε τη παραπάνω θέση
είναι το εξής:
• αρχικά έχουμε τον ίδιο αριθμό worked examples για το παράδειγμα που θέλουμε
να τους μάθουμε
• όμως δίνουμε στους μαθητές πρώτα να απαντήσουν ένα ερωτηματολόγιο, στο
οποίο επεξεργαζόμαστε τις απαντήσεις τους και τους χωρίζουμε σε ομάδες
ανάλογα με το μαθησιακό τους επίπεδο
• αυτό έχει ως αποτέλεσμα ενώ υπάρχει ο ίδιος αριθμός worked examples οι
μαθητές ανάλογα με το επίπεδό τους θα κοιτάνε και τα αντίστοιχα worked
examples. Δηλ. αν σύνολο έχουμε 10 worked examples για την ολοκλήρωση ενός
θέματος, τότε οι μαθητές με 0 μαθησιακό επίπεδο θα δουν και τα 10 worked
examples, οι μαθητές με μαθησιακό επίπεδο 5 θα δούνε το 5 τελευταία worked
examples, κ.τ.λ.
Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η εργαστηριακή απαίτηση, που με τη χρήση άλλων
πειραμάτων μπορεί να χρειάζονταν
5. • είτε δύο ερωτηματολόγια (που να μετρά το αρχικό και το τελικό επίπεδο ώστε να
αναφέρεται πόση γνώση έχει αποκτηθεί),
• είτε να υπάρχουν προσαρμοσμένα worked examples ανάλογα πάλι με το
μαθησιακό επίπεδο.