Με την έλευση της Καρτεσιανής υποκειμενικότητας και εντεύθεν, η φιλοσοφική σκέψη σχετίζει όλα όσα είναι και γίνονται με το ανθρώπινο υποκείμενο (αντικειμενικό) και τα θεμελιώνει στην ορθολογική βεβαιότητα. Το ανθρώπινο εγώ, το οποίο μετουσιώνεται σε αληθές ον, αποτελεί τον άξονα του Είναι και αποβλέπει στην κατάκτησή του. Όλη η νεώτερη φιλοσοφία, από τον Καρτέσιο, τον Λάιμπνιτς, τον Κάντ, το Χέγκελ, αναζητούν το θεμέλιο του Είναι στην υποκειμενικότητα, λησμονώντας το Είναι που «είναι» διάφορο από κάθε ον (αυτή είναι η έννοια της οντολογικής διαφοράς στον Χάιντεγγερ). Για τον Χάιντεγγερ, ακόμα και φιλόσοφοι, όπως ο Μάρξ και η σκέψη της αλλοτρίωσης του ανθρώπου και ο Νίτσε με τη σκέψη της θέλησης της δύναμης, παραμένουν δέσμιοι της μεταφυσικής παράδοσης, από την οποία, άλλωστε, προήλθαν. Για τον Χάιντεγγερ, «η μεταφυσική στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου και του αντιπάλου της, του θετικισμού, μιλά τη γλώσσα του Πλάτωνα». Και αυτό, γιατί όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έμειναν προσκολλημένοι στη διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα φαινόμενα ή ανάμεσα στο ορθολογικό και το ανορθολογικό. Ακόμα και ο εμπειρισμός και ο θετικισμός θεώρησαν δεδομένες αυτές τις αντιθέσεις και μ΄ αυτή την έννοια δεν ήταν παρά αντεστραμμένες μορφές του μεταφυσικού στοχασμού. Ο Μάρξ κάνει ως αφετηρία της σκέψης την ύλη και ο Νίτσε αντιστρέφει την πλατωνική αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και το Γίγνεσθαι και θέτει ως πρωταρχικό το Γίγνεσθαι, υπό τη μορφή της αέναης ροής δύναμης απο σημείο σε σημείο. Ο Χάιντεγγερ, παραθέτει τη φράση του Νίτσε για να τεκμηριώσει την κριτική του, «Το να αποτυπωθεί στο Γίγνεσθαι ο χαρακτήρας του Είναι, αυτή είναι η υπέρτατη βούληση για Δύναμη». Ο Χάιντεγγερ θεωρεί τη σταδιακή μετάβαση από τον Πλατωνισμό, στον ανεστραμμένο πλατωνισμό του Νίτσε, ως βαθμιαία λήθη του Είναι». Η λήθη του Είναι, συμπίπτει, κατά τον Χάιντεγγερ, με τη σύγχυση ανάμεσα στο Είναι και τα όντα. Ο Πλάτωνας, όπως υποστηρίζει, ο Χάιντεγγερ, διατυπώνει συγχρόνως το ερώτημα «τί είναι το Είναι;» και «ποιό είναι το πιο γενικό χαρακτηριστικό των όντων;». Η παράθεση αυτών των δύο ερωτημάτων και η εξομοίωσή τους, συσκοτίζει την έννοια που ο Χάιντεγγερ ονομάζει «οντολογική διαφορά», τη διαφορά, δηλαδή ανάμεσα στο Είναι και τα όντα και η οποία είναι παράλληλη της διαφοράς ανάμεσα στην αποδοχή «ακρόασης» του Είναι και της επιθυμίας σχηματοποίησης και ελέγχου που προκύπτει από τον αντικειμενικό στοχασμό, τη λογική ανάλυση και την επιστημονική ταξινόμηση.