1. ΕΚΦΡΑΣΗ – ΕΚΘΕΣΗ | εθνικισμός
1
εθνικισμός (ο) 1. (κακόσημο) υπερβολική και αποκλειστική προσήλωση προς την ιδέα του έθνους και
των εθνικών ιδεωδών, με κύριο χαρακτηριστικό τη διάκριση των εθνών σε ανώτερα και κατώτερα
και τη διάθεση επιβολής των πρώτων στα δεύτερα (πβ. λ. σοβινισμός, πατριωτισμός) ΑΝΤ. διεθνισμός,
κοσμοπολιτισμός 2. (ειδικότ.) η έντονη προβολή της εθνικής ταυτότητας, κυρίως όταν συνδέεται με
τάσεις αποσχίσεως ή επεκτάσεως 3. ΙΣΤ. Η ιδεολογία που εμφανίστηκε στο πλαίσιο αστικών
επαναστάσεων και έθετε ως πολιτικό θεμέλιο του κράτους την έννοια του έθνους (εθνικό κράτος) και
όχι π.χ. τη θρησκεία ή τον βασιλιά.
[ΕΤΥΜ. Μεταφραστικό δάνειο, πβ. αγγλ. nationalism. Η λέξη μαρτυρείται από το 1859]
εθνισμός – εθνικισμός – διεθνισμός – φιλοπατρία – πατριωτισμός – σοβινισμός. Το να αγαπάει
κανείς την πατρίδα του, η φιλοπατρία (λέξη που πρωτοεμφανίζεται στον Αριστοφάνη) είναι το πιο
φυσικό πράγμα. Στα τέλη του 18ου
αι. – αρχές του 19ου
αι., όταν η λέξη φιλοπατρία δίνει την αίσθηση
λογιότερης λέξης, αρχίζει να υποκαθίσταται από τις λέξεις πατριωτισμός (αντιδάνειο μέσω του
γαλλικού patriotisme), που πρωτοχρησιμοποιούν ο Ρήγας Φεραίος, ο Ευγένιος Βούλγαρις κ.α., και ο
εθνισμός (μαρτυρείται από το Ν. Σπηλιάδη, 1826). Για λίγο φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν με την ίδια
σημασία και τα εθνικότης και εθνότης, που γρήγορα όμως εξειδικεύτηκαν στη σημασία που έχουν
σήμερα. Η χρήση της λέξης εθνισμός με τη σημασία του πατριωτισμού, της φιλοπατρίας είναι τόσο
έντονη τον 19ο
αι., ώστε ο περίφημος δικαστής και συγγραφέας Αναστάσιος Πολυζωίδης,
αναζητώντας (το 1859) μια λέξη ομόρριζη του εθνικός (=ειδωλολάτρης) για να δηλώσει την
ειδωλολατρία, τον παγανισμό, αποφεύγει τη λέξη εθνισμός (=πατριωτισμός), για να μη προκαλέσει
σύγχυση, και δημιουργεί τη λέξη εθνικισμός με τη σημείωση «ειδωλολατρισμός» (από το εθνικός
«ειδωλολάτρης»), που είναι και η πρώτη σημασία της λέξης ! Βαθμηδόν η λέξη εθνισμός υπεχώρησε·
τη θέση της πήρε η λέξη εθνικισμός που σήμανε και τον πατριωτισμό, την αγάπη προς την πατρίδα
αλλά και τις εδαφικές απαιτήσεις ενός έθνους εις βάρος άλλων εθνών, τον εθνικό επεκτατισμό,
δήλωσε δηλαδή και τη θετική και την αρνητική σημασία. Τον φανατικό, με επεκτατικές – επιθετικές
βλέψεις, πατριωτισμό δήλωσε και η ξενικής (γαλλικής προελεύσεως) λέξη σοβινισμός (από το όνομα
του φανατικού εθνικιστή N. Chauvin που έζησε την εποχή του Ναπολέοντος). Με τις σαρωτικές
αλλαγές που έγιναν στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό από τη δεκαετία του ’80, με τους ποικιλώνυμους
εθνικισμούς που εμφανίστηκαν μετά την πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων, η διάκριση μεταξύ
nationism και nationalism κατέστη και στην Ελλάδα αναγκαία και άρχισε να εκφράζεται αντιστοίχως
με το σημασιολογικό – λεξικό ζεύγος εθνισμός – εθνικισμός, όπου το εθνισμός δηλώνει τον αγνό
πατριωτισμό, το δε εθνικισμός τις εθνικιστικές επεκτατικές βλέψεις. Απέναντι σ’ αυτό το ζεύγος η λέξη
διεθνισμός παρέμεινε από παλιά να δηλώνει το ξεπέρασμα της έννοιας του έθνους και την
υποκατάστασή της από τη διεθνική αντίληψη ότι δεν πρέπει να υπάρχουν όρια που να χωρίζουν τους
λαούς, αντίληψη την οποία προέβαλε ο κομουνισμός, η κατεξοχήν διεθνιστική ιδεολογία.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης , Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας , εκδόσεις Κέντρο Λεξικολογίας , Αθήνα 1998
εθνικισμός ο [eθni<k>izmós] O17 : 1.η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος
τους, η οποία φτάνει ως την περιφρόνηση και την εχθρότητα προς άλλα έθνη· (πρβ. σοβινισμός):
Aκραίος / επιθετικός ~. Φαινόμενα / εκδηλώσεις εθνικισμού. H έξαρση του εθνικισμού στις γειτονικές χώρες
απειλεί την ασφάλεια και την ειρήνη της περιοχής. 2. η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την
καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης· η αφοσίωση των ατόμων στο έθνος στο οποίο ανήκουν, χωρίς
όμως καμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους· εθνισμός, πατριωτισμός. 3. (ιστ.) η
πολιτική άποψη και κίνηση, που εκδηλώθηκε κατά το 19ο κυρίως αι. και αναγνώριζε και αποδεχόταν
τις εθνικές διαφορές και ιδιομορφίες ως βάση για τη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών
κοινοτήτων: Στα τέλη του 19ου αι., το κίνημα του εθνικισμού άρχισε να χάνει το φιλελεύθερο και διεθνιστικό
ΕΚΦΡΑΣΗ – ΕΚΘΕΣΗ : εθνικισμός
2. ΕΚΦΡΑΣΗ – ΕΚΘΕΣΗ | εθνικισμός
2
του χαρακτήρα, και να γίνεται συντηρητικότερο ακόμη και αντιδραστικό. [λόγ. εθνικ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ.
nationalism ή γαλλ. nationalisme]
εθνισμός ο [eθnizmós] O17 : η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής
συνείδησης και παράλληλα αναγνωρίζει και σέβεται τις εθνικές διαφορές· η απόλυτη πίστη και
αφοσίωση κάποιου στα ιδεώδη του έθνους στο οποίο ανήκει, χωρίς καμία διάθεση περιφρόνησης ή
υποτίμησης των ιδεωδών άλλου έθνους· (πρβ. πατριωτισμός, εθνικισμός). [λόγ. έθν(ος) -ισμός]
πατριωτισμός ο [patriotizmós] O17 : η ανιδιοτελής αγάπη για την πατρίδα, η φιλοπατρία: Aγνός /
θερμός ~. Πολέμησε / μίλησε με πατριωτισμό. [λόγ. < γαλλ. patriotisme < patriot(e) = πατριώτ(ης)2 -isme =
-ισμός]
διεθνισμός ο [δieθnizmós] O17 : δόγμα της μαρξιστικής ιδεολογίας το οποίο έχει ως στόχο τη διεθνή
αλληλεγγύη που θα επιτευχθεί με την ένωση των λαών και την κατάργηση των συνόρων. || κίνηση για
την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας και συνεννόησης και για την εξάλειψη των εθνικιστικών
προκαταλήψεων. [λόγ. διεθν(ής) -ισμός μτφρδ. γαλλ. internationalisme]
Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας, εκδόσεις Α.Π.Θ. – Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλης Τριανταφυλλίδης),
Θεσσαλονίκη 2005.
Εθνικισμός (Ν) [< έθνος (=σύνολο ανθρώπων, συνδεδεμένων πνευματικά και ψυχολογικά με κοινή
ιστορία, κοινό πολιτισμό, κοινά ιδεώδη, κοινή γλώσσα και θρησκεία : η αποκλειστική προσήλωση στο
έθνος) (Πατρίδα)].
ΣΥΝΩΝ. αδιάλλακτος πατριωτισμός – εθνισμός ● (Ν) : εθνική συνείδηση , εθνικός (πατριωτικός)
φανατισμός, σοβινισμός, εθνοκαπηλεία, ιδιοτελής εκμετάλλευση της εθνικής ιδέας, ιμπεριαλισμός,
τοπικιστική αντίληψη – πνεύμα .
ΑΝΤΙΘ. διεθνισμός – εθνισμός, πατριωτισμός (γνήσιος) – αφιλοπατρία, έλλειψη εθνικής συνείδησης.
▲ Η αποκλειστική προσήλωση στα εθνικά ιδεώδη, η σφυρηλάτηση ενωτικού πνεύματος στα μέλη του
έθνους (θετικός εθνικισμός) αλλά και με τάσεις εδαφικής επέκτασης του Έθνους εις βάρος άλλων
εθνών (αρνητικός εθνικισμός, σοβινισμός).
● ΙΣΤΟΡΙΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ : Το Έθνος είναι καθαρό δημιούργημα του 18ου
– 19ου
αι. (μέχρι τότε
υπήρχε η έννοια του Κράτους). Αποτέλεσε δηλαδή την υποκειμενική (ιδεολογική) έκφραση του
Κράτους (η «ψυχή» του) και την αντικειμενική (υλική) πολιτική οντότητα (έδαφος, λαός, εξουσία).
Έχουμε έτσι μια σύζευξη Έθνους – Κράτους (εξαιτίας των αλλαγών που επέφερε η βιομηχανικής
επανάσταση στον τρόπο παραγωγής – ζωής – πολιτικής – κοινωνικής οργάνωσης). Δηλαδή η κοινωνία
οργανώθηκε όχι μόνο σε υλικές βάσεις (Κράτος) αλλά και σε ιδεολογικές (ιδεολογική οργάνωση του
Κράτους = Έθνος : κοινά ορισμένα χαρακτηριστικά όπως φυλή, γλώσσα, ήθη , έθιμα , θρησκεία…).
Σήμερα όμως , οδηγούμαστε σε πολυεθνικά κράτη – πολυεθνικές οντότητες (όπως π.χ. είναι η
Ελβετία: 4 φυλές, 3 θρησκείες, 3 γλώσσες…).
Γ. Δημητρακόπουλος , Χρηστικό λεξικό εννοιών και όρων , εκδόσεις Gutenberg , Αθήνα 1993
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Θάνος Σταυρόπουλος – φιλόλογος, M.Sc.
thanosstavropoulos@yahoo.gr